Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ερυσίβη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ερυσίβη

Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Μύκητες
Συνομοταξία: Ασκομύκητες (Ascomycota)
Ομοταξία: Πυρηνομύκητες (Sordariomycetes)
Υφομοταξία: Hypocreomycetidae
Τάξη: Υποκρεώδη (Hypocreales)
Οικογένεια: Clavicipitaceae
Γένος: Claviceps

Η ερυσίβη είναι το κοινό όνομα ενός μύκητα του γένους Claviceps που παρασιτεί σε ορισμένα δημητριακά και χλόες. Στο τέλος του καλοκαιριού, ο μύκητας παίρνει μια χαρακτηριστική μορφή για να αντέξει στον χειμώνα και λέγεται «σκληρώτιο», ή «ερυσίβη». Υπάρχουν περίπου 50 γνωστά είδη, τα περισσότερα προέρχονται από τροπικές περιοχές. Για την οικονομία σημαντικά είδη είναι το Claviceps purpurea (Κλαβίκεψ ο πορφυρός, παρασιτικό στις χλόες και τα δημητριακά), το C. fusiformis (στο κεχρί, και τη χλόη), το C. paspalipaspali (στη χλόη) και και το C. africana[1]. Το C. purpurea προσβάλει διάφορα δημητριακά συμπεριλαμβανομένης της σίκαλης (ο πιο κοινός φορέας του), του σίτου και του κριθαριού. Έχει επιπτώσεις στη βρώμη, αν και σπάνια.

Υπάρχουν τρεις ποικιλίες του C. purpurea, που διαφέρουν στην ιδιομορφία των φορέων τους: [2]

  • G1 — εμφανίζεται σε χλόες σε λιβάδια
  • G2 — εμφανίζεται σε χλόες υγρών, δασικών, και ορεινών περιοχών
  • G3 — εμφανίζεται σε χλόες σε αλμυρά ελώδη εδάφη

Κύκλος ζωής του μύκητα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πυρήνας της ερυσίβης αναπτύσσεται με τη μόλυνση του άνθους της χλόης ή των δημητριακών από τον σπόρο του μύκητα Claviceps. Η διαδικασία της μόλυνσης ακολουθεί τον δρόμο της γύρης στην ωοθήκη του άνθους του φυτού κατά τη διάρκεια της επικονίασης. Ο μύκητας στην συνέχεια καταστρέφει την ωοθήκη και εγκαθίσταται στα αγγεία που κανονικά χρησιμεύουν για τη διατροφή του ωφέλιμου σπόρου.

Στο πρώτο στάδιο της μόλυνσης, η ερυσίβη παίρνει την μορφή λευκού μαλακού ιστού (που λέγεται sphacelia) και παράγει ένα ζαχαρώδες υγρό, το οποίο συχνά στάζει. Το υγρό αυτό περιέχει εκατομμύρια άφυλων σπόρων (κονίδια) που μεταφέρονται από τα έντομα μολύνοντας και άλλα φυτά. Αργότερα, η sphacelia μετατρέπεται σε ένα σκληρό ξηρό σωματίδιο, το σκληρώτιο, και παραμένει μέσα στο φλοιό του άνθους. Σε αυτή τη φάση, παράγονται αλκαλοειδή και λιπίδια που συγκεντρώνονται στο σκληρώτιο.

Όταν το σκληρώτιο ωριμάσει και πέσει στο έδαφος, ο μύκητας παραμένει ανενεργός μέχρι οι κατάλληλοι όροι να προκαλέσουν την καρποφόρο φάση του (αρχή της άνοιξη, της περιόδου βροχής, κ.λπ.). Τότε βλασταίνει, διαμορφώνοντας έναν ή περισσότερους καρποφόρους οργανισμούς με κεφαλή και στύλο, ποικίλων αποχρώσεων μοιάζοντας με ένα μικροσκοπικό μανιτάρι. Στη κεφαλή διαμορφώνονται τα νηματοειδή σπόρια αναπαραγωγής, τα οποία και εκτινάσσονται τη ίδια εποχή που ανθίζουν οι αντίστοιχοι οικοδεσπότες.

Σιτάρι μολυσμένο από ερυσίβη (ο μαύρος σπόρος μέσα στο στάχυ).

Η μόλυνση από ερυσίβη προκαλεί μείωση της παραγωγής και της ποιότητας του καρπού των δημητριακών, ιδίως του σιταριού και του σανού. Επιπλέον, όταν το μολυσμένος σιτάρι ή ο σανός χρησιμοποιηθεί για τροφή, είτε στα ζώα είτε στους ανθρώπους μπορεί να προκαλέσει ένα παθολογικό σύνδρομο που αναλύεται στη συνέχεια.

Επίδραση στους ανθρώπους και τα ζώα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ερυσίβη περιέχει σε υψηλή ποσότητα (μέχρι 2% της ξηράς μάζας) την ουσία εργοταμίνη (ergotamine), μια σύνθετη χημική ουσία.[3] Η αλκαλοειδής αυτή ουσία αναπτύσσει ένα ευρύ φάσμα βιολογικών επιδράσεων εκτός άλλων στο κυκλοφορικό και νευρικό σύστημα.[4]

Το παθολογικό σύνδρομο που παρατηρείται στους ανθρώπους ή τα ζώα που έχουν λάβει ερυσίβη, π.χ. μαζί με μολυσμένο σιτάρι είναι κοινώς γνωστό ως εργοτισμός ή "Φωτιά του αγίου Αντωνίου" και αναφέρεται με συμπτώματα, όπως δυνατές αισθήσεις φλόγωσης στα χέρια και στα πόδια.[5]

Τα συμπτώματα αυτά προέρχονται από τα αλκαλοειδή που προκαλούν την συστολή των αγγείων του αίματος, οδηγώντας μερικές φορές σε γάγγραινα και την νέκρωση των άκρων λόγω της σοβαρά περιορισμένης κυκλοφορίας αίματος. Τα αλκαλοειδή της ερυσίβης μπορούν επίσης να προκαλέσουν παραισθήσεις συνοδευόμενες από παράλογη συμπεριφορά, σπασμούς ακόμα και τον θάνατο.[3][4] Επίσης παρατηρούνται ισχυρές συστολές του γυναικείου οργάνου της μήτρας, αλλά και ναυτία, ή και την έλλειψη συναίσθησης (λιποθυμία). Γι' αυτό τον λόγο στο παρελθόν, την ερυσίβη την χρησιμοποιούσαν για να προκαλέσουν αμβλώσεις ή για να σταματήσουν τη μητρική αιμορραγία μετά από τον τοκετό.

Ιστορικές αναδρομές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επίδραση της ερυσίβης περιγράφηκε αρχικά γύρω στο 1800 ως επιδημία ανθρώπων και ζώων, αλλά η σύνδεση με τον μύκητα δεν ήταν γνωστή.

Η Linda R. Caporael υπέθεσε το 1976 ότι τα συμπτώματα υστερίας σε γυναίκες νεαρής ηλικίας στο Σάλεμ το 1692, που έπειτα βασανίστηκαν επειδή κατηγορήθηκαν ότι ήταν μάγισσες, ήταν αποτέλεσμα της κατανάλωσης μολυσμένης σίκαλης που περιείχε ερυσίβη.[6] Ωστόσο, ο Nicholas P. Spanos και ο Jack Gottlieb, μετά από ανασκόπηση των ιστορικών και ιατρικών στοιχείων, αμφισβήτησαν αργότερα τα συμπεράσματά της.[7] Άλλοι συγγραφείς έχουν επίσης αμφισβητήσει τον εργοτισμό ως αίτιο των πράξεων που οδήγησαν στη σύλληψη και δίκη των μαγισσών του Σάλεμ.[8]

Ο κυκεώνας, το ποτό που έπιναν οι συμμετέχοντες στα αρχαία ελληνικά Ελευσίνια μυστήρια, μπορεί να είχε την παραισθησιογόνα επίδρασή του εξαιτίας αυτού του μύκητα.

  1. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 14 Μαΐου 2009. Ανακτήθηκε στις 14 Μαΐου 2009. 
  2. «Claviceps purpurea». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Μαρτίου 2006. Ανακτήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2007. 
  3. 3,0 3,1 Tudzynski P, Correia T, Keller U (2001). «Biotechnology and genetics of ergot alkaloids». Lancet Neurol. 57: 4593-605. PMID 11778866. 
  4. 4,0 4,1 Eadie MJ (2003). «Convulsive ergotism: epidemics of the serotonin syndrome?». Lancet Neurol. 2: 429-434. PMID 12849122. 
  5. St. Anthony's Fire - Ergotism - Heart Disease and Other Cardiovascular Conditions on MedicineNet.com
  6. "Ergotism: The Satan Loosed in Salem?", Science Vol. 192 (2 April 1976), pp. 21-26. See: http://web.utk.edu/~kstclair/221/ergotism.html Αρχειοθετήθηκε 2008-05-11 στο Wayback Machine.
  7. Spanos, Nicholas P.; Gottlieb, Jack (1976-12-01). «Ergotism and the Salem Village Witch Trials». Science 194: 1390–1394. doi:10.1126/science.795029. ISSN 0036-8075. https://ui.adsabs.harvard.edu/abs/1976Sci...194.1390S. 
  8. Woolf, Alan (2000-01). «Witchcraft or Mycotoxin? The Salem Witch Trials» (στα αγγλικά). Journal of Toxicology: Clinical Toxicology 38 (4): 457–460. doi:10.1081/CLT-100100958. ISSN 0731-3810. http://www.tandfonline.com/doi/full/10.1081/CLT-100100958. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]