Καζουάριος
Καζουάριος | ||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Θηλυκός καζουάριος της Αυστραλίας (Casuarius casuarius)
| ||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||
|
Ο καζουάριος είναι παλαιόγναθο πτηνό της οικογενείας των καζουαριιδών, ένα από τα μέλη των ατροπιδοφόρων (ratites), δηλαδή εκείνων των πτηνών που έχουν απωλέσει την πτητική τους ικανότητα. Η επιστημονική ονομασία του γένους είναι Casuarius και περιλαμβάνει 4 είδη (3 αρτίγονα [1] συν 1 εξαφανισμένο), τα οποία απαντούν στην Αυστραλία, τη Νέα Γουινέα [i] και τα γύρω μικρότερα νησιά. Ο καζουάριος κατέχει τους «τίτλους» του μεγαλύτερου δασικού πτηνού στον κόσμο, επίσης του δεύτερου βαρύτερου και του τρίτου υψηλότερου πτηνού στην υφήλιο (βλ. Μορφολογία). Θεωρείται «δύστροπο» και «ευερέθιστο» πτηνό και, εάν προκληθεί, μπορεί να προκαλέσει θανατηφόρα πλήγματα, χάρη στα εξαιρετικά ισχυρά πόδια του, τα οποία διαθέτουν μεγάλα νύχια. Όλοι οι καζουάριοι, ακόμη και ο πιο «προσιτός» στον άνθρωπο καζουάριος της Αυστραλίας, είναι ανεπαρκώς μελετημένα πτηνά (βλ. Ηθολογία).
Ονοματολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η επιστημονική ονομασία Casuarius προέρχεται από τη λέξη kasuari, όπως αποκαλείται στη μαλαισιανή γλώσσα το πτηνό.[2]. Ωστόσο, είναι ακόμη πιθανότερη η προέλευση –πάλι από τα μαλαισιανά- από παράφραση της λέξης suwari (Crawfurd, Gramm. and Dic. Malay Language, ii. pp. 178 and 25), που πρωτοδημοσιεύθηκε ως Casoaris, από τον Bontius, το 1658 (Hist. Nat. et med. Ind. Orient. p. 71[3] Την ίδια προέλευση έχει η ονομασία του γένους σε όλες τις γλώσσες.
Συστηματική ταξινομική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι καζουάριοι ανήκουν στα ατροπιδοφόρα πτηνά (βλ. Μορφολογία), τα οποία έχουν απωλέσει την πτητική τους ικανότητα. Σε αυτή την «ομάδα» ανήκουν τα μεγαλύτερα και βαρύτερα πτηνά της υφηλίου, δηλαδή η στρουθοκάμηλος, τα εμού, τα ρέα, τα κίουι, οι τίναμοι και οι καζουάριοι. Επειδή είναι ανίκανα να πετούν έχουν, αντ’ αυτού, αναπτύξει ισχυρότατα κάτω άκρα, μέσω των οποίων μπορούν να αναπτύξουν μεγάλες ταχύτητες στο έδαφος, γι’ αυτό και συχνά αποκαλούνται «πουλιά-δρομείς».
Η εξελικτική ιστορία των καζουαρίων, όπως όλων των ατροπιδοφόρων δεν είναι καλά μελετημένη. Απολιθώματα κάποιου είδους «καζουαρίου» από την Αυστραλία, για βιογεωγραφικούς λόγους, δεν είναι σίγουρο ότι έχουν ταυτοποιηθεί και, πιθανόν, ανήκουν στο προϊστορικό γένος Emuarius, που περιελάμβανε «καζουαριόμορφα» μέλη παρόμοια με τα σημερινά εμού. Τα μέλη της οικογένειας είναι στενά συνδεδεμένα με τα κίουι (Apterygidae), με τις δύο οικογένειες να αποκλίνουν από έναν κοινό πρόγονο πριν 40 εκατομμύρια χρόνια. Ο πρώτος που μελέτησε διεξοδικά το γένος ήταν ο Ιταλός ζωολόγος Τ. Σαλβαντόρι (Adelardo Tommaso Salvadori Paleotti, 1835-1923), στο περίφημο έργο του Ornitologia della Papuasia.[4] Η ταξινομική του καζουαρίου είναι, σχετικά, ξεκάθαρη, με 4 είδη να αναγνωρίζονται (3 σωζόμενα και 1 εξαφανισμένο). Παλαιότερα, αναγνωρίζονταν πολλά υποείδη [4], αλλά τα δεδομένα γι’ αυτήν τη διάκριση θεωρήθηκαν ελλιπή, οπότε, τα taxa αυτά παραμένουν μονοτυπικά (βλ. Είδη).[5]
Γεωγραφική κατανομή και βιότοπος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι καζουάριοι είναι ενδημικά πτηνά των υγρών τροπικών δασών της Νέας Γουινέας, της ΒΑ. Αυστραλίας και των κοντινών μικρότερων νησιών.[1][6] Επομένως, διαβιούν σε περιβάλλοντα εντελώς διαφορετικά από εκείνα των περισσοτέρων άλλων μεγάλων ατροπιδοφόρων (στέππες και έρημοι).[4] Μπορούν να περιπλανώνται, ωστόσο, έξω από τα όρια των δασών βροχής, στα λιβάδια, τη σαβάνα και τους δασικούς βάλτους.[7] Εκτός από τα «πατρογονικά» εδάφη, η παρουσία τους σε κάποια νησιά δεν έχει καταστεί σαφές, εάν οφείλεται σε ιθαγενείς πληθυσμούς ή είναι το αποτέλεσμα εμπορικών συναλλαγών -νεαρών ατόμων- από τους ντόπιους κατοίκους.
Μορφολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι καζουάριοι είναι ιδιόμορφα ως προς τη μορφολογία τους πτηνά, όπως συμβαίνει με όλα τα ατροπιδοφόρα. Έχουν απωλέσει την πτητική τους ικανότητα λόγω έλλειψης τρόπιδας και, άρα, ανεπαρκούς πρόσφυσης των πτητικών θωρακικών μυών. Επίσης το κορακοειδές οστό είναι πολύ υποανεπτυγμένο, ενώ το υπερώιο και το σφηνοειδές οστό εφάπτονται μεταξύ τους.[7]
Το ράμφος είναι σχετικά μικρό -μικρότερο από το κρανίο-, αλλά ισχυρό, πλευρικά συμπιεσμένο, με τη μέση ραχιαία γραμμή (culmen) να κάμπτεται έντονα προς το άκρο του και τα ρουθούνια πλευρικά τοποθετημένα στη ραμφοθήκη, με οριζόντιες σχισμές. Το κεφάλι και ο τράχηλος είναι άπτερες και, με έντονους χρωματισμούς, περιοχές.[4]
Τα ερετικά φτερά είναι λίγα (5-6), μικρά σε σχέση με το σωματικό τους μέγεθος και αποτελούνται από δύσκαμπτους, κερατινοποιημένους καλάμους, χωρίς -μυστάκια. Επίσης, τα υπόλοιπα -μη ερετικά- φτερά αποτελούνται μόνον από τον κεντρικό άξονα (κάλαμο) και χαλαρά μυστάκια. Τέλος, οι καζουάριοι στερούνται παντελώς πηδαλιωδών φτερών, οπότε εύλογα δεν διαθέτουν τον ουροπυγιακό αδένα για την παραγωγή λιπαντικού, απαραίτητου στην περιποίησή τους (preening).[8]
- Αυτά τα μορφολογικά στοιχεία των καζουαρίων, μαζί με το σφηνοειδές σχήμα του σώματός τους, πιστεύεται ότι είναι προσαρμογές για την κίνησή τους ανάμεσα στους αγκαθωτούς ή άλλους θάμνους, επιτρέποντάς τους να τρέχουν γρήγορα μέσα στο τροπικό δάσος.[9]
Το πτέρωμα στον κορμό του σώματος είναι μαύρο και στιλπνό. Τα χρώματα του κεφαλιού διαφέρουν, είναι έντονα και ποικίλα, με την καφέ-μαυριδερή κάσκα (βλ. Κάσκα) να ξεχωρίζει στην κορυφή, ενώ από το ύψος του λάρυγγα μπορεί να εκφύονται δύο, ένα ή κανένα -ανάλογα με το είδος- λειριά, κόκκινου χρώματος. Ο λαιμός είναι άπτερος και μπορεί να είναι κυανωπός, πορτοκαλί ή κιτρινωπός, ενώ τα πλαϊνά του προσώπου έχουν απαλούς ή έντονους κυανούς χρωματισμούς. Το ράμφος είναι κωνικό και συμπαγές, οι οφθαλμοί φέρουν μεγάλα βλέφαρα και η ίριδα είναι από καστανή έως σκούρα κόκκινη.
Στους καζουάριους εμφανίζεται φυλετικός διμορφισμός, με τα θηλυκά να είναι μεγαλύτερα, βαρύτερα και με φωτεινότερα χρώματα στο πτέρωμά τους (για λεπτομέρειες, βλ. επί μέρους είδη). Τα νεαρά άτομα είναι στην αρχή ραβδωτά, κατόπιν ομοιόμορφα καφετί, με πιο ανοικτόχρωμο λαιμό, υποτυπώδη κιτρινωπά λειριά και πρασινωπό πρόσωπο, ενώ στην κορυφή του κεφαλιού διακρίνεται το κερατινοειδές υπόβαθρο, όπου θα αναπτυχθεί η «κάσκα».
- Το μέγεθος των καζουαρίων ποικίλλει ανάλογα με το είδος, αλλά σε γενικές γραμμές είναι πολύ μεγάλο (Βλ. Βιομετρικά στοιχεία). Είναι τα βαρύτερα πτηνά στην υφήλιο μετά τη στρουθοκάμηλο και τα τρίτα ψηλότερα μετά τη στρουθοκάμηλο και το εμού. Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι τα μεγαλύτερα πτηνά που διαβιούν στα δάση.[10]
«Κάσκα»
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το κύριο διαγνωστικό στοιχείο των καζουαρίων είναι το κρανίο τους ή, ορθότερα, η χαρακτηριστική κεράτινη δομή που στηρίζεται στο κρανίο και, δίνει εξωτερικά την εντύπωση μικρής «περικεφαλαίας» ή «κάσκας» (sic). Η κάσκα αυτή δεν εμπεριέχει κάποιο οστικό υπόστρωμα, αλλά αποτελείται από συμπαγή, σπογγώδη (πορώδη) πυρήνα,[11] ο οποίος παίρνει ελλειψοειδές σχήμα και αναπτύσσεται καθ’ ύψος, φθάνοντας μέχρι και τα 18 εκ.[7] Μάλιστα, αυτός ο σπογγώδης πυρήνας είναι εύκαμπτος, μπορεί να αλλάζει σχήμα εάν πιεστεί, αλλά επανέρχεται στην αρχική του μορφή, ενώ έχει παρομοιαστεί με «πλαστικό υλικό υψηλής τεχνολογίας» (sic).[11] Το μέγεθος και το ύψος της κάσκας δεν σχετίζονται με την ηλικία του πτηνού. Υπάρχουν νεαρά άτομα (όχι νεοσσοί) με καφέ πτέρωμα και πλήρως ανεπτυγμένη κάσκα, ενώ υπάρχουν ενήλικα πουλιά με μαύρο πτέρωμα, χωρίς να εμφανίζουν κάποια ιδιαίτερη κάσκα.[4]
Διάφορες θεωρίες έχουν προταθεί για τον λόγο ύπαρξης της συγκεκριμένης δομής. Υπάρχει πιθανότητα να πρόκειται για ισχυρό δευτερογενές φυλετικό χαρακτηριστικό. Άλλοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι, οι καζουάριοι χρησιμοποιούν τις κάσκες αυτές για να «ανοίγουν δρόμο» μέσα από τους θάμνους, αλλά και ως όπλο για την επίλυση διαφορών ως προς την κυριαρχία, ή ως εργαλείο για την απομάκρυνση φύλλων κατά την αναζήτηση τροφής. Μάλιστα, κάποιοι επιστήμονες αναφέρουν ότι, τα πουλιά τρέχουν με εντελώς χαμηλωμένο το κεφάλια τους, όταν περνούν μέσα από τη βλάστηση και, περιστασιακά, συγκρούονται με μικρά δέντρα. Η ιδιόμορφη αυτή δομή, λοιπόν, λειτουργεί ως κράνος (sic) που μπορεί να βοηθήσει στην προστασία του κρανίου από τέτοιες συγκρούσεις.[11]
Όμως, αυτές οι απόψεις αμφισβητούνται από τον βιολόγο Α. Μακ (Andrew Mack), του οποίου η προσωπική εμπειρία από παρατήρηση καζουαρίων, οδηγεί στον ισχυρισμό του ότι, η κάσκα αυτή λειτουργεί ως αντηχείο που ενισχύει τους μπάσους ήχους που αρθρώνουν τα πτηνά [12] (βλ. Φωνή).
Κάτω άκρα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι ταρσοί των καζουαρίων είναι συμπαγείς, δυσανάλογα παχείς σε σχέση με το σώμα και πολύ ισχυροί. Το μετατάρσιο είναι μικρότερο από εκείνο των περισσοτέρων άλλων ατροπιδιφόρων και καλύπτεται από γκρίζες ή μπεζ-καφετί εξαγωνικές φολίδες. Τα πόδια αποτελούνται από 3 δακτύλους, έκαστος των οποίων φέρει ισχυρό νύχι. Οι δύο εξωτερικοί δάκτυλοι φέρουν αμβλέα, καμπυλωτά νύχια, ενώ ο 1ος -εσωτερικός προς το σώμα (median)- δάκτυλος καταλήγει σε ένα πολύ μυτερό νύχι-στιλέτο (dagger), που φθάνει μέχρι και τα 12, 5 εκ. σε μήκος.[8] Αυτό το νύχι είναι εξαιρετικά επικίνδυνο και οι καζουάριοι δεν διστάζουν να το χρησιμοποιήσουν εάν προκληθούν, επιφέροντας καίρια πλήγματα στο σώμα του «αντιπάλου», πολλές φορές θανατηφόρα (βλ. Επιθέσεις).
Βιομετρικά στοιχεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Μήκος σώματος: (100-) 127 έως 180 (-170) εκατοστά
- Ύψος: (100-) 150 έως 180 (-200) εκατοστά
- Μήκος ράμφους: (10-) 12 έως 15 (-19) εκατοστά
- Μήκος ταρσού: (24-) 28 έως 30 (-33) εκατοστά
- Ύψος κάσκας: (7-) 13 έως 17 (-18) εκατοστά
- Βάρος: (17-) 29 έως 58,5 (-85) κιλά
(σε παρένθεση οι ακραίες τιμές, ανάλογα με το είδος και το φύλο –τα θηλυκά είναι μεγαλύτερα και βαρύτερα-, λεπτομέρειες στα επί μέρους είδη).
Τροφή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι καζουάριοι είναι κυρίως οπωροφάγα πτηνά, με καρπούς από τουλάχιστον 26 οικογένειες φυτών να έχουν τεκμηριωθεί στο διαιτολόγιό τους. Μερικές από αυτές είναι οι Lauraceae, Podocarpaceae, Palmae, Vitaceae, Solanaceae και Myrtaceae. Μάλιστα, το είδος Cerbera floribunda της οικογένειας Apocynaceae αποκαλείται από τους ντόπιους της Αυστραλίας «δαμάσκηνο του καζουάριου» (cassowary plum), επειδή αρέσει πολύ στο πουλί. Πολλά από τα φυτά αυτά (π.χ. Solanaceae) έχουν δηλητηριώδεις καρπούς, παρόλ’ αυτά οι καζουάριοι τους καταναλώνουν. Όταν τα δέντρα «ρίχνουν» τα φρούτα, οι καζουάριοι έρχονται για να τραφούν, με το κάθε πουλί να υπερασπίζεται το «δέντρο» του για λίγες ημέρες και φεύγει όταν οι καρποί εξαντληθούν. Οι καρποί καταπίνονται ολόκληροι, ακόμη και όταν είναι μεγάλοι, όπως μπανάνες και μήλα.
Ωστόσο, οι καζουάριοι δεν θεωρούνται φυτοφάγα πτηνά, υπό τη στενή έννοια, διότι, εκτός από φρούτα -και άνθη- η διατροφή τους περιλαμβάνει μύκητες, σαλιγκάρια, έντομα, βατράχια, πουλιά, ψάρια, ποντίκια, ακόμη και θνησιμαία.
- Οι καζουάριοι είναι είδη «κλειδιά» για τα δάση βροχής, επειδή τρώνε ολόκληρα τα πεσμένα φρούτα και διασπείρουν τα σπέρματα σε όλη τη ζούγκλα, μέσω των περιττωμάτων τους.[7] Μέχρι και 150 φυτικά είδη (από τα οποία 70 είδη δένδρων) «περιμένουν» τους καζουάριους για να διασπείρουν τα σπέρματά τους.[13] Για παράδειγμα, τα ποσοστά φύτρωσης των σπόρων του σπάνιου δένδρου της Αυστραλίας, Ryparosa, βρέθηκαν να είναι πολύ υψηλότερα μετά το «πέρασμα» από το έντερο ενός καζουάριου (92% έναντι 4%).[14]
Ηθολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι καζουάριοι διαθέτουν εξαιρετικά δυνατούς ταρσούς και μπορούν να αναπτύξουν ταχύτητες της τάξης των 50 χλμ/ώρα, ακόμη και μέσα στο πυκνό δάσος. Είναι ικανοί να εκτελέσουν κάθετα άλματα μέχρι και 1,5 μ., ενώ είναι καλοί κολυμβητές, διασχίζοντας πλατιά ποτάμια και θαλάσσια περάσματα.[15]
- Παρόλο που δεν επιδιώκουν αντιπαραθέσεις, οι καζουάριοι μπορεί να εμφανίσουν επιθετική συμπεριφορά, εάν θεωρήσουν ότι παρενοχλούνται. Τα ισχυρά τους πόδια διαθέτουν στιβαρά και αιχμηρά νύχια, ιδιαίτερα ο εσωτερικός δάκτυλος που καταλήγει σε νύχι που μοιάζει με μεγάλο στιλέτο (sic), που μπορεί να φθάσει τα 12-12,5 εκ. σε μήκος. Αυτό το νύχι επιφέρει πλήγματα-μαχαιριές στο θύμα και μπορεί το τραύμα να αποβεί μοιραίο. Ιδιαίτερα, η κατά μέτωπον επίθεση του καζουάριου γίνεται με προτεταμένους τους ταρσούς, σαν το καγκουρώ και το «φονικό» νύχι, στοχεύει στην κοιλιά του θύματος. Αλλά και η αμυντική στάση του καζουάριου είναι επικίνδυνη, διότι όταν δεχθεί επίθεση από πίσω, επιφέρει ισχυρότατα λακτίσματα που τραυματίζουν οποιονδήποτε αντίπαλο, για παράδειγμα, τα σκυλιά που τολμούν να αντιπαρατεθούν μαζί του. Έχουν καταγραφεί και ανθρώπινα θύματα από επιθέσεις καζουαρίων στην Αυστραλία, κυρίως (βλ. Επιθέσεις).
Φωνή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι καζουάριοι αρθρώνουν, κυρίως, ήχους πολύ χαμηλής συχνότητας, οι οποίοι εκπέμπονται στα όρια των ακουστικών συχνοτήτων για το ανθρώπινο αυτί. Επειδή είναι μοναχικά πουλιά, οι συγκεκριμένοι ήχοι θα μπορούσε να είναι ένας τρόπος για να επικοινωνούν μεταξύ τους, σε μεγάλη απόσταση μέσα στο πυκνό τροπικό δάσος. Αυτό, είναι πιθανόν να ενισχύει την άποψη ότι, η «κάσκα» στο κεφάλι των καζουαρίων λειτουργεί ως αντηχείο ενίσχυσης των παραγομένων ήχων (βλ. «Κάσκα»).[12] Μάλιστα, κάποιοι επιστήμονες πιστεύουν ότι αυτός ο τρόπος επικοινωνίας μπορεί να είναι ίδιος ή ανάλογος με εκείνον που χρησιμοποιούσαν οι δεινόσαυροι. Ωστόσο, πολλές φορές οι καζουάριοι αρθρώνουν και κάποιους ιδιαίτερους ήχους που μοιάζουν με ελαφρείς «βρυχηθμούς», «γρυλλίσματα» ή «γαβγίσματα».[4]
Αναπαραγωγή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ζωτικός χώρος και ερωτοτροπίες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι καζουάριοι είναι μοναχικά πουλιά, εκτός από την αναπαραγωγική εποχή και, μερικές φορές, κατά την αναζήτηση τροφής.[7] Η περίοδος αναπαραγωγής αρχίζει, συνήθως, τον Μάιο ή τον Ιούνιο. Το αρσενικό υπερασπίζεται ζωτικό χώρο περίπου 7 χμ², για τον ίδιο και τη σύντροφό του, ενώ τα θηλυκά κινούνται σε αλληλεπικαλυπτόμενες περιοχές αρκετών αρσενικών.[16] Φαίνεται, μάλιστα, να παραμένουν εντός συγκεκριμένων εδαφών για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους, και να ζευγαρώνουν με τα ίδια ή στενά συνδεόμενα αρσενικά, όσο ζουν.
Οι ερωτοτροπίες αρχίζουν με τους χαρακτηριστικούς ήχους που αρθρώνονται από τα θηλυκά. Το αρσενικό προσεγγίζει και τρέχει με τον λαιμό παράλληλο προς το έδαφος και χαρακτηριστικές κινήσεις του κεφαλιού και συσπειρώνει το σώμα του κοντά στο έδαφος. Το θηλυκό πλησιάζει αργά και «αποδέχεται» την πρόσκληση, συσπειρώνοντας το σώμα της κοντά στο αρσενικό, προετοιμαζόμενη για τη συνεύρεση. Συχνά, όμως, τα θηλυκά αρχίζουν ένα τελετουργικό «καταδίωξης» των αρσενικών που, στις περισσότερες περιπτώσεις, καταλήγει στο νερό. Το αρσενικό βουτάει στο νερό και βυθίζεται μέχρι τον λαιμό, ενώ το θηλυκό τον ακολουθεί. Τελικά, την οδηγεί στα ρηχά όπου συσπειρώνουν το σώμα τους κάνοντας τελετουργικές κινήσεις του κεφαλιού της, πριν επακολουθήσει το ζευγάρωμα, που διαρκεί αρκετά. Σε ορισμένες περιπτώσεις, κάποιο άλλο αρσενικό μπορεί να εμφανιστεί και να διώξει το πρώτο, συνευρισκόμενος και αυτός με το θηλυκό. Γενικά, τα αρσενικά είναι πολύ πιο ανεκτικά στην παρουσία του ενός με το άλλο, αντίθετα με τα θηλυκά, τα οποία δεν ανέχονται την παρουσία άλλων θηλυκών, στην περιοχή τους.
Γέννα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα θηλυκά γεννούν 3-8 αβγά στη φωλιά, που δεν είναι παρά ένας μεγάλος σωρός από φύλλα. Το πάχος του στρώματος των φύλλων είναι 5-10 εκ. και το πλάτος μπορεί να φθάσει το 1 μ., ενώ σκοπός της κατασκευής είναι η επαρκής αποστράγγιση του νερού και της υγρασίας.[17] Τα αβγά έχουν πολύ μεγάλο μέγεθος, 12-16 Χ 8,5-10,5 εκατοστά, περίπου. Μόνον τα αβγά της στρουθοκαμήλου και του εμού είναι μεγαλύτερα από του καζουάριου. Το κέλυφος των αβγών είναι έντονα τραχύ με, αρχικά, ανοικτοπράσινο χρώμα, το οποίο σταδιακά γίνεται ανοικτό μπλε, γκρίζο και, τελικά, κρεμ λόγω της έκθεσης στο ηλιακό φως.[4]
Το θηλυκό, πάντως, δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τα αβγά και πηγαίνει να ξαναγεννήσει σε φωλιές άλλων αρσενικών. Το αρσενικό αναλαμβάνει την επώαση, που διαρκεί 50-52 ημέρες, αφαιρώντας ή προσθέτοντας φύλλα για να ρυθμίσει τη θερμοκρασία της φωλιάς.
Οι νεοσσοί γεννιούνται με ριγέ τρίχωμα και παραμένουν στη φωλιά για περίπου 9 μήνες, απόλυτα προστατευμένοι από τον πατέρα που απομακρύνει πιθανούς θηρευτές, συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου. Κατόπιν τα νεαρά αρσενικά απομακρύνονται από τη θέση γέννησης, για να εγκαταστήσουν τη δική τους επικράτεια.[7][16]
Σχέση με τον άνθρωπο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πολλοί νεοσσοί καζουαρίων αιχμαλωτίζονται από ιθαγενείς στη Νέα Γουινέα και διατηρούνται εξημερωμένοι σε χωριά, όπου επιτρέπεται να περιφέρονται ως κατοικίδια πτηνά. Συχνά, διατηρούνται μέχρι να γίνουν σχεδόν ενήλικα άτομα, ώσπου προκαλούν κάποιο ατύχημα. Μάλιστα, τα ώριμα άτομα τοποθετούνται δίπλα στα σπίτια, σε «κοτέτσια» λίγο μεγαλύτερα από ό, τι τα ίδια τα πουλιά. Τρέφονται με σκουπίδια και άχρηστο φυτικό υλικό και ζουν για χρόνια σε τέτοιες περιφράξεις. Σε ορισμένες περιοχές το πτέρωμά τους εξακολουθεί να θεωρείται μέσον ανταλλαγής, σαν χρήματα, γι’ αυτό και τα αιχμάλωτα ζώα στερούνται μεγάλου τμήματος των φτερών τους.[18] Επίσης, κάποιοι ιθαγενείς προσφέρουν αιχμάλωτους καζουάριους σε διάφορες τελετές, ενώ άλλοι τούς θεωρούν ως πηγή τροφής.[19]
- Το κρέας του καζουάριου θεωρείται, γενικά, πολύ σκληρό για να φαγωθεί και οι ιθαγενείς αντιμετωπίζουν το γεγονός αυτό με ιδιαίτερη αίσθηση χιούμορ: «...βράζετε το κρέας του καζουάριου σε ένα καζάνι μαζί με μία πέτρα. Όταν η πέτρα μαλακώσει, τότε το φαγητό είναι έτοιμο...».[20]
Επιθέσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι καζουάριοι είναι «διαβόητοι» για τη δυνητική επικινδυνότητά τους, προς τους ανθρώπους και τα κατοικίδια ζώα. Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου τα αμερικανικά και αυστραλιανά στρατεύματα που στάθμευαν στην Αυστραλία και στη Νέα Γουινέα είχαν προειδοποιηθεί να κρατούν αποστάσεις από αυτούς. Στο βιβλίο του Living Birds of the World, του 1958, ο ορνιθολόγος Ernest Thomas Gilliard έγραφε: «…το εσωτερικό -ή δεύτερο- από τα τρία δάχτυλα [του ποδιού] είναι εξοπλισμένο με ένα μακρύ, ίσιο, δολοφονικό νύχι που μπορεί να κόψει ένα χέρι ή να ξεκοιλιάσει κάποιον με ευκολία. Υπάρχουν πολλές καταγραφές θανάτων ιθαγενών από αυτό το πουλί…».[21]
Αυτή η εκτίμηση της επικινδυνότητας από καζουάριους έχει επαναληφθεί σε έντυπη μορφή από συγγραφείς, συμπεριλαμβανομένων των Gregory S. Paul (1988) [22] και Jared Diamond (1997).[23] Από 221 επιθέσεις που καταγράφηκαν το 2003, οι 150 ήσαν εναντίον ανθρώπων. Ποσοστό 75% από αυτές τις επιθέσεις ήσαν από καζουάριους που είχαν εκτραφεί και σε ποσοστό 71%, οι καζουάριοι επιτέθηκαν ή καταδίωξαν το θύμα. Σε ποσοστό 15%, οι καζουάριοι κλώτσησαν το θύμα. Από τις επιθέσεις, ποσοστό 73% οφείλονταν σε καζουάριους που ήθελαν να αρπάξουν τροφή, ενώ σε ποσοστό 5% υπερασπίστηκαν φυσικές πηγές τροφίμων, 15% υπερασπίστηκαν τον εαυτό τους από επίθεση, ενώ 7% υπερασπίστηκαν τα αβγά ή τους νεοσσούς τους. Πάντως, σε 150 επιθέσεις το 2003, υπήρξε μόλις ένας (1) θάνατος ανθρώπου.[24]
Απειλές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα](βλ. επί μέρους είδη)
Κατάσταση πληθυσμού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα](βλ. επί μέρους είδη)
Είδη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Καζουάριος της Αυστραλίας (Casuarius casuarius)
- Καζουάριος του Μπένετ (Casuarius bennetti)
- Καζουάριος της Νέας Γουινέας (Casuarius unappendiculatus)
- Καζουάριος του Λύντεκ (Casuarius lydekki) EX (Εξαφανισμένο taxon)
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]i. ^ Παρόλο που, τυπικά, το δυτικό τμήμα του νησιού ανήκει στην Ινδονησία, η βιογεωγραφική/οικογεωγραφική ζώνη αναφοράς είναι η νήσος της Νέας Γουινέας εν συνόλω, επειδή τα taxa που απαντούν εκεί, είναι ιδιαίτερα από κάθε άποψη.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 Howard and Moore, p. 35
- ↑ Gotch
- ↑ Newton
- ↑ 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 4,5 4,6 Rothchild
- ↑ Howard and Moore, p. 35, footnotes 1-3
- ↑ Clements
- ↑ 7,0 7,1 7,2 7,3 7,4 7,5 Davies, 2003
- ↑ 8,0 8,1 Davies, 2002
- ↑ Giliard, p. 53
- ↑ http://news.nationalgeographic.com/news/2003/11/1104_031104_cassowary.html
- ↑ 11,0 11,1 11,2 Crome & Moore
- ↑ 12,0 12,1 Mack & Jones
- ↑ «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Δεκεμβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 26 Μαρτίου 2015.
- ↑ Weber & Woodrow
- ↑ Harmer & Shipley
- ↑ 16,0 16,1 /animals.jrank.org/
- ↑ Beruldsen
- ↑ Gilliard, p. 23
- ↑ Bulmer
- ↑ Vader
- ↑ Gilliard
- ↑ Paul
- ↑ Diamond
- ↑ Kofron, 1999
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003
- Helm Dictionary of Scientific Bird Names
- Alfred Newton A Dictionary of Birds, 1896
- Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
- Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
- Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
- Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
- Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
- Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
- Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
- Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
- Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
- Mary Taylor Gray, The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
- Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
- Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
- R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
- Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
- Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
- Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
- Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
- Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
- Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
- Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
- Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
- Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
- «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
- Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
- Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
- Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
- Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Beruldsen, G (2003), Australian Birds: Their Nests and Eggs, Kenmore Hills, Qld: self. p. 156. ISBN 0-646-42798-9.
- Borrell, Brendan (October 2008), Invasion of the Cassowaries, Smithsonian magazine.
- Brands, Sheila (August 14, 2008), Systema Naturae 2000 / Classification, Genus Casuarius, The Taxonomicon. Retrieved February 2009.
- The Cassowary Bird, Buzzle.com. Retrieved October 2012.
- Clark, Philip (5 November 1990), Stay in Touch, The Sydney Morning Herald. Cites "authorities" for the death claim.
- Clements, James (2007), The Clements Checklist of the Birds of the World (6 ed.), Ithaca, NY: Cornell University Press. ISBN 978-0-8014-4501-9.
- Crome, F; Moore, L (1988), The cassowary's casque, Emu 88 (2): 123–124. doi:10.1071/MU9880123.
- Davies, S.J.J.F. (2002), Ratites and Tinamous, Oxford University Press. ISBN 0-19-854996-2.
- Davies, S.J.J.F. (2003), Hutchins, Michael, ed. Grzimek's Animal Life Encyclopedia. 8 Birds I Tinamous and Ratites to Hoatzins (2nd ed.), Farmington Hills, MI: Gale Group. pp. 75–77. ISBN 0-7876-5784-0.
- Diamond, J. (March 1997), Guns, Germs, and Steel: The Fates of Human Societies, W.W. Norton & Company. p. 165. ISBN 0-393-03891-2.
- Gilliard, E. Thomas (1958) [1958], Cassowaries, Living Birds of the World, New York, NY: Doubleday & Company. pp. 23–24.
- Gotch, A.F. (1995) [1979], Cassowaries, Latin Names Explained, A Guide to the Scientific Classifications of Reptiles, Birds & Mammals, New York, NY: Facts on File. pp. 178–179. ISBN 0-8160-3377-3.
- Harmer, S. F.; Shipley, A. F. (1899), The Cambridge Natural History, Macmillan and Co. pp. 35–36.
- Kofron, Christopher P. (December 1999), Attacks to humans and domestic animals by the southern cassowary (Casuarius casuarius johnsonii) in Queensland, Australia, Journal of Zoology 249 (4): 375–81. doi:10.1111/j.1469-7998.1999.tb01206.x.
- Kofron, Christopher P. (2003), Case histories of attacks by the southern cassowary in Queensland, Memoirs of the Queensland Museum 49 (1): 335–8.
- Kofron, Christopher P.; Chapman, Angela (2006), Causes of mortality to the endangered Southern Cassowary Casuarius casuariusjohnsonii in Queensland, Australia, Pacific Conservation Biology 12: 175–9.
- Mack, A.L.; Jones, J (2003), Low-frequency vocalizations by cassowaries (Casuarius spp.) , The Auk 120 (4): 1062–68. doi:10.1642/0004-8038(2003)120[1062:lvbccs]2.0.co;2.
- Owen, J. (2003), Does Rain Forest Bird "Boom" Like a Dinosaur? , National Geographic News.
- Paul, Gregory S. (1988). Predatory Dinosaurs of the World. New York: Simon and Schuster. pp. 364, 464pp.
- Rothchild, H. W., Monograph of the genus Casuarius, 1900
- Sclater, P. L. (14 October 1875), Cassowaries, Nature 12 (311): 516–7. Bibcode:1875Natur..12..516S. doi:10.1038/012516a0.
- Underhill, D (1993), Australia's Dangerous Creatures, Reader's Digest. Sydney. ISBN 0-86438-018-6.
- Weber, B.L.; Woodrow, I.E. (2004), Cassowary frugivory, seed defleshing and fruit fly infestation influence the transition from seed to seedling in the rare Australian rainforest tree, Ryparosa sp. nov. 1 (Achariaceae)". Functional Plant Biology 31 (5): 505–16. doi:10.1071/FP03214.