Μάχη του Μποροντίνο
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Μάχη του Μποροντίνο | |||
---|---|---|---|
Γαλλική εισβολή στη Ρωσία | |||
Μάχη του Μποροντίνο, 7 Σεπτεμβρίου 1812 | |||
Χρονολογία | 7 Σεπτεμβρίου 1812 | ||
Τόπος | Μποροντίνο, Ρωσία | ||
Έκβαση |
| ||
Αντιμαχόμενοι | |||
Ηγετικά πρόσωπα | |||
Δυνάμεις | |||
| |||
Απώλειες | |||
|
Η Μάχη του Μποροντίνο (Μποροντίνο στην ελληνική ιστοριογραφία, Μπαραντινό η προφορά στα ρωσικά) διεξήχθη στις 7 Σεπτεμβρίου 1812, και αποτέλεσε μια σημαντική σύγκρουση των Ναπολεόντειων Πολέμων κατά τη διάρκεια της γαλλικής εισβολής στη Ρωσία. Στη μάχη συμμετείχαν περίπου 250.000 στρατιώτες και οι απώλειες έφθασαν τουλάχιστον τις 70.000, μετατρέποντας το Μποροντίνο την πιο αιματηρή μάχη των Ναπολεόντειων Πολέμων. Η Μεγάλη Στρατιά υπό τον Ναπολέοντα εξαπέλυσε φοβερές επιθέσεις στον Ρωσικό Στρατό υπό τον Μιχαήλ Κουτούζοφ και πέτυχε να τον απωθήσει από τις αρχικές θέσεις του, αλλά δεν κατάφερε να πετύχει μια αποφασιστική νίκη. Μετά τη μάχη και οι δύο πλευρές ήταν εξαντλημένες, και οι Ρώσοι έχοντας χάσει το 1/3 του στρατού τους, αποφάσισαν να μη ρισκάρουν ακόμη μία σημαντική εμπλοκή, υποχωρώντας την επόμενη ημέρα.
Το Μποροντίνο ήταν η τελευταία προσπάθεια των Ρώσων να σταματήσουν την προέλαση των Γάλλων προς τη Μόσχα, η οποία έμελλε να πέσει μια εβδομάδα αργότερα. Ωστόσο ο Ρωσικός Στρατός δεν είχε καταστραφεί και ο Ναπολέων δεν μπόρεσε να αναγκάσει τον τσάρο Αλέξανδρο Α΄ σε διαπραγματεύσεις για ειρήνη. Ως εκ τούτου, μετά από πέντε εβδομάδες παραμονής στη Μόσχα, οι Γάλλοι υποχώρησαν προς το Σμολένσκ, έχοντας ν΄ αντιμετωπίσουν το φοβερό ρωσσικό χειμώνα, την πείνα, τη λιποταξία, τους Κοζάκους και την επίμονη καταδίωξη των Ρώσων. Το αποτέλεσμα ήταν η καταστροφή της Μεγάλης Στρατιάς.
Στην έναρξη της εκστρατείας οι Ρώσοι απέφευγαν συγκρούσεις με τους Γάλλους και υποχωρούσαν συνεχώς. Ωστόσο η τάξη των Ρώσων ευγενών δεν ήταν ευχαριστημένη με αυτή τη στρατηγική και έπεισε τον τσάρο Αλέξανδρο Α΄ να απολύσει τον αρχιστράτηγο Μπάρκλεϋ ντε Τόλλυ (Barclay de Tolly). Στη θέση του, τοποθέτησε τον Μιχαήλ Ιλλαριόνοβιτς Κουτούζοφ. Σε μια τελευταία προσπάθεια να σώσουν τη Μόσχα, οι Ρώσοι αποφάσισαν να αντισταθούν στην πεδιάδα του χωριού Μποροντίνο, 125 χιλιόμετρα δυτικά της Μόσχας. Αφού οχύρωσε τον στρατό του, ο Κουτούζοφ ανέμενε τις γαλλικές επιθέσεις. Η ρωσική δεξιά πτέρυγα τοποθετήθηκε σε ένα ιδανικό αμυντικό έδαφος, με αποτέλεσμα οι Γάλλοι να επιτίθενται συνεχώς στην αδύναμη αριστερή πλευρά του ρωσικού στρατού για το μεγαλύτερο μέρος της μάχης. Η κύρια σύγκρουση, ωστόσο, διεξήχθη στο "Οχυρό του Ραγέφσκι" στη δεξιά πλευρά του ρωσικού κέντρου, δίπλα από το ίδιο το χωριό του Μποροντίνο. Οι Γάλλοι μετά από σφοδρή μάχη κατάφεραν να καταλάβουν οριστικά το οχυρό και να αναγκάσουν τον Ρωσικό Στρατό να αποσυρθεί από τις αρχικές θέσεις του. Οι Ρώσοι υπέστηκαν τρομερές απώλειες, χάνοντας σχεδόν το 1/3 του στρατού τους. Οι γαλλικές απώλειες ήταν επίσης σοβαρότατες, μειώνοντας σημαντικά τις εφεδρείες του στρατεύματος και επιδεινώνοντας τις επιμελητειακές δυσκολίες που ήδη αντιμετώπιζε ο Ναπολέων κατά τη διάρκεια της εκστρατείας.
Τα εξαντλημένα γαλλικά στρατεύματα και η έλλειψη πληροφοριών για την κατάσταση του Ρωσικού Στρατού έπεισαν τον Ναπολέοντα να μείνει στο πεδίο της μάχης με το στρατό του, αντί να εξαπολύσει μια σύντονη και επίμονη καταδίωξη αντάξια των προηγούμενων εκστρατειών. Η Αυτοκρατορική Φρουρά, η ελίτ μονάδα του γαλλικού στρατού, που δεν είχε πολεμήσει καθόλου εκείνη την ημέρα, ήταν διαθέσιμη να εξαπολυθεί στη μάχη την κρίσιμη στιγμή, όταν δηλαδή οι Ρώσοι αποσύρονταν από τις αρχικές τους θέσεις με αρκετή σύγχυση. Με την άρνηση της αποστολής της Φρουράς, κάποιοι ιστορικοί θεωρούν πως ο Γάλλος αυτοκράτορας έχασε την τελευταία του ευκαιρία να καταστρέψει τον Ρωσικό Στρατό και να νικήσει στον πόλεμο. Η ακόλουθη κατάληψη της Μόσχας αποδείχτηκε "κούφια" ανταμοιβή, μιας και οι Ρώσοι δεν είχαν καμία πρόθεση να διαπραγματευτούν με τον Ναπολέοντα για ειρήνη. Οι Γάλλοι εγκατέλειψαν λόγω ελλείψεως εφοδίων τη ρωσική πνευματική πρωτεύουσα (τότε διοικητική πρωτεύουσα της Ρωσίας ήταν η Αγία Πετρούπολη) τη 19η Οκτωβρίου 1812, εγκαινιάζοντας μια πολύ δύσκολη υποχώρηση η οποία θα τελείωνε τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους με το μεγαλύτερο μέρος της Μεγάλης Στρατιάς να έχει χαθεί ολοσχερώς, με αποτέλεσμα την παράταση των επόμενων συγκρούσεων για την άνοιξη του 1813, οπότε και ξεκίνησε ο Πόλεμος του Έκτου Συνασπισμού εναντίον του Ναπολέοντα.
Υπόβαθρο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η γαλλική εισβολή στη Ρωσία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η γαλλική Μεγάλη Στρατιά ξεκίνησε την εισβολή στη Ρωσία στις 16 Ιουνίου 1812. Σε απάντηση, ο τσάρος Αλέξανδρος Α΄ κήρυξε τον περίφημο Πατριωτικό Πόλεμο και ετοιμάστηκε να αντιμετωπίσει τους Γάλλους. Σύμφωνα με το σχέδιο του Γερμανού αντιστρατήγου Καρλ Λούντβιχ φον Πφούελ (von Pfuel), που υπηρετούσε πλέον ως σύμβουλος στο Ρωσικό Γενικό Επιτελείο, το μεγαλύτερο τμήμα των ρωσικών στρατευμάτων υπό τις διαταγές του κόμη Μιχαήλ Μπάρκλεϋ ντε Τόλλυ θα αντιμετώπιζε τη Μεγάλη Στρατιά στην περιοχή της Βίλνας, ενώ τα εναπομείναντα στρατεύματα υπό τον στρατηγό Πιοτρ Μπαγκρατιόν (Bagration) θα εξαπέλυαν επίθεση στο γαλλικό νότιο πλευρό και νώτα. Παρ' όλα αυτά, το σχέδιο του φον Πφούελ σύντομα αποδείχθηκε θανάσιμο λάθος, καθώς η τεράστια Μεγάλη Στρατιά ήταν περισσότερο από αρκετή για να διαχωρίσει και συντρίψει και τις δύο ρωσικές στρατιές ταυτόχρονα. Επιπλέον, η συμμετοχή στην όλη κατάσταση του τσάρου Αλέξανδρου Α΄ ως αρχιστρατήγου προκάλεσε μεγαλύτερο χάος στον Ρωσικό Στρατό. Οι ρωσικές δυνάμεις που είχαν συγκεντρωθεί κατά μήκος των ρωσοπολωνικών συνόρων υποχρεώθηκαν τελικώς να οπισθοχωρήσουν ενώπιον της γοργής προέλασης των Γάλλων.
Ο Ναπολέων προωθήθηκε από το Βίτεμπσκ, ελπίζοντας να προλάβει και εμπλέξει σε μάχη τον Ρωσικό Στρατό σε ανοιχτό έδαφος, προκειμένου να τον εξολοθρεύσει ολοκληρωτικώς. Ο Γαλλικός Στρατός δεν είχε όμως σωστή διάταξη για παρατεταμένη εκστρατεία στην ξηρά. Το πλησιέστερο σημείο ανεφοδιασμού του ήταν 925 χλμ. δυτικότερα στο Κόβνο (Κόβνο στα πολωνικά, η πόλη ανήκε τότε στο Δουκάτο της Βαρσοβίας, σημερινό Κάουνας της Λιθουανίας). Οι γαλλικές γραμμές ανεφοδιασμού ήταν ευάλωτες στους Κοζάκους ιππείς και στις μονάδες ελαφρού ιππικού των Ρώσων, τις δυνάμεις των ανταρτών, ακόμη και στους Γάλλους λιποτάκτες, οι οποίοι προκειμένου να επιζήσουν επετίθεντο σε συμπατριώτες τους προκαλώντας σοβαρές ζημιές στις γαλλικές φάλαγγες εφοδιασμού. Η κεντρική γαλλική δύναμη υπό την άμεση ηγεσία του ίδιου του Ναπολέοντα είχε διασχίσει τον ποταμό Νιέμεν με 286.000 άνδρες, αλλά τη στιγμή της μάχης η δύναμη αυτή είχε μειωθεί κατά πολύ, κυρίως λόγω ασιτίας, ασθενειών και εξάντλησης από τις ατελείωτες πορείες, αριθμώντας πια 161.475 άνδρες. Παρ' όλα αυτά, ο Ναπολέων, επιδιώκοντας μια αποφασιστική μάχη με τον συνεχώς υποχωρούντα Ρωσικό Στρατό, προκειμένου να ολοκληρώσει σύντομα την εκστρατεία, εξαναγκάζοντας τους Ρώσους σε συντριπτική ήττα και συνθηκολόγηση, προχωρούσε βαθύτερα στην αχανή ρωσική ενδοχώρα, επεκτείνοντας έτσι ακόμα περισσότερο τις γραμμές εφοδιασμού του.
Οι διαμάχες μεταξύ των υφισταμένων του Μπάρκλεϋ ντε Τόλλυ επανειλημμένα απέτρεψαν τον Ρώσο διοικητή από το να αποφασίσει να συνάψει μάχη με τους προελαύνοντες Γάλλους. Οι άλλοι στρατηγοί και η ρωσσική Αυλή θεωρούσαν τη συνεχή υποχώρηση του Μπάρκλεϋ ντε Τόλλυ απροθυμία για μάχη. Ως αποτέλεσμα, του αφαιρέθηκε η ηγεσία του στρατού και αντικαταστάθηκε από τον γηραιό πρίγκιπα Μιχαήλ Κουτούζοφ στις 19 Αυγούστου 1812. Παρ' όλο που ο 67χρονος στρατηγός Κουτούζοφ δεν θεωρούταν από τους συγχρόνους του ισάξιος του Ναπολέοντος, είχε αναγνωρισμένη ικανότητα στο αμυντικό είδος πολέμου. Προτιμήθηκε δε επειδή ήταν Ρώσος, ενώ ο Μπάρκλεϋ ντε Τόλλυ ήταν σκωτικής καταγωγής από τη Βαλτική (περιοχή κατεχόμενη τότε από τους Ρώσους, στην οποία ένας πρόγονός του είχε μεταναστεύσει παλαιότερα από τη Σκωτία), ως εκ τούτου οι υφιστάμενοι αξιωματικοί θα αποδέχονταν ευκολότερα τον νέο αρχηγό, αυξάνοντας έτσι τη συνοχή του στρατού. Έτσι, στις 18 Αυγούστου 1812 ο Κουτούζοφ έφτασε στο Σάρεβο (Сарево, στην ευρύτερη περιοχή του Γιαροσλάβλ) για να αναλάβει και απευθύνει χαιρετισμό στο στράτευμα.
Μετά την ανάληψη της ηγεσίας του στρατού, ο Κουτούζοφ οργάνωσε μια ισχυρή δύναμη οπισθοφυλακής υπό τη διοίκηση του στρατηγού Κονοβνίτσιν και διέταξε τον στρατό να ετοιμαστεί για μάχη. Ο Κουτούζοφ αντιλαμβανόταν ότι η απόφαση του Μπάρκλεϋ ντε Τόλλυ να υποχωρήσει ήταν σωστή, αλλά ότι οι Ρώσσοι στρατιώτες και οι κρατικοί παράγοντες δεν μπορούσαν να ανεχθούν περαιτέρω υποχώρηση. Ήταν απαραίτητη η διεξαγωγή μιας σημαντικής μάχης ώστε να διατηρηθεί το ηθικό τους. Ο νέος διοικητής, μην καταφέρνοντας να οργανώσει μια αμυντική θέση (ίσως και ηθελημένα για να αποφύγει ακόμη να δώσει μάχη, χωρίς αντιδράσεις από τους στρατιώτες και τους υπόλοιπους αξιωματούχους), διέταξε νέα υποχώρηση στο Γκζατσκ (σημερινό Γκαγκάριν), στις 30 Αυγούστου, και συγκεκριμένα λίγο ανατολικότερα αυτού, στο χωριό Μποροντίνο, μόλις 125 χλμ. από τη Μόσχα, όταν και η αναλογία των γαλλικών προς τις ρωσικές δυνάμεις είχε μειωθεί από το 3:1 στο 5:4. Η ώρα για μια μεγάλη μάχη είχε φτάσει.
Η Μεγάλη Στρατιά του Ναπολέοντα πλησίαζε τη Μόσχα από δυτικά και νοτιοδυτικά, κατά μήκος των δύο κεντρικών οδών (της παλαιάς νοτιότερα και της νέας οδού βορειότερα) που περνούσαν από το Σμολένσκ, έχοντας τον ποταμό Μόσκοβα στο αριστερό της πλευρό. Μια ρωσική αμυντική γραμμή είχε οργανωθεί στην καλύτερη δυνατή τοποθεσία κατά μήκος του δρόμου αυτού κοντά στο χωριό Μποροντίνο. Παρ' όλο που η πεδιάδα στο χωριό Μποροντίνο ήταν αρκετά ανοικτή και είχε πολύ λίγα φυσικά εμπόδια για να αποτελέσει επαρκή προστασία του κέντρου και του αριστερού πλευρού του Ρωσικού Στρατού, επιλέχθηκε εξαιτίας της προστασίας που παρείχε ο ποταμός Καλατσά, καθώς μπλόκαρε αμφότερες τις οδούς (παλαιά και νέα) Σμολένσκ-Μόσχας και επίσης επειδή απλώς δεν υπήρχαν προσφορότερες αμυντικές τοποθεσίες. Με αρχή την 3η Σεπτεμβρίου, ο Κουτούζοφ άρχισε την ενίσχυση του μετώπου του με χωμάτινα οχυρωματικά έργα, όπως το "Οχυρό Ραγέφσκι" στα δεξιά του κέντρου της αμυντικής ρωσικής διάταξης και τα τρία "Βέλη του Μπαγκρατιόν" (είδος χωμάτινων οχυρωματικών έργων με σχήμα αιχμής βέλους, ανοιχτών στην πίσω πλευρά, ονομάστηκαν έτσι από τον στρατηγό Μπαγκρατιόν) στην αριστερή πτέρυγα.
Η μάχη στο οχυρό Σεβαρντινό
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η αρχική ρωσική διάταξη, που εκτεινόταν νότια της νέας οδού του Σμολένσκ, είχε ως βάση στήριξης του αριστερού της πλευρού ένα πενταγωνικό χωμάτινο οχυρό σε έναν γήλοφο κοντά στο χωριό Σεβαρντινό. Οι Ρώσοι στρατηγοί σύντομα αντιλήφθηκαν ότι το αριστερό τους πλευρό ήταν πολύ εκτεθειμένο και τρωτό. Έτσι, η ρωσική γραμμή άμυνας μετακινήθηκε πίσω από αυτή την τοποθεσία, αλλά το οχυρό παρέμεινε επανδρωμένο, καθότι ο Κουτούζοφ ήθελε, όπως ο ίδιος δήλωσε, να καθυστερήσει την προώθηση των γαλλικών δυνάμεων. Ο Ρώσος στρατηγός και ιστορικός Ντμίτρι Μπουτούρλιν (1790-1849) αναφέρει ότι το οχυρό αυτό χρησιμοποιείτο ως σημείο παρατήρησης προκειμένου να σχηματιστεί σαφής άποψη από το ρωσικό γενικό επιτελείο για την κατεύθυνση της γαλλικής προέλασης. Πολλοί δε ιστορικοί αναφέρουν ότι χρησιμοποιείτο ως οχυρωματική θέση για να απειλεί το δεξιό γαλλικό πλευρό, παρ' ότι αυτό βρισκόταν εκτός αποτελεσματικού βεληνεκούς των κανονιών της περιόδου εκείνης.
Ο επιτελάρχης της 1ης Ρωσικής Στρατιάς (επικεφαλής δηλ. του επιτελείου του διοικητή της στρατιάς Μπάρκλεϋ ντε Τόλλυ), Αλεξέι Γερμόλοφ, ανέφερε στα απομνημονεύματά του ότι το αριστερό πλευρό των Ρώσων άλλαζε θέση, όταν ο Γαλλικός Στρατός έφτασε συντομότερα από ό,τι αναμενόταν στην περιοχή. Ως εκ τούτου, η μάχη του Σεβαρντινό εξελίχθηκε σε προσπάθεια καθυστέρησης των Γάλλων μέχρι να αναπτυχθεί στη νέα του γραμμή άμυνας το ρωσικό αριστερό πλευρό. Η κατασκευή του οχυρού πάντως και ο σκοπός του αποτελεί ακόμη και σήμερα αντικείμενο διαμάχης μεταξύ των ιστορικών.
Η μάχη ουσιαστικά ξεκίνησε στις 5 Σεπτεμβρίου 1812, όταν οι προωθημένες δυνάμεις του στρατάρχη Ζοακίμ Μυρά ήρθαν σε επαφή με τη ρωσική οπισθοφυλακή του στρατηγού Κονοβνίτσιν, οπότε και ακολούθησε μαζική σύγκρουση ιππικού, με τους Ρώσους τελικώς να υποχωρούν στο παρακείμενο μοναστήρι Κολορζκόι όταν το πλευρό τους απειλήθηκε. Η μάχη επαναλήφθηκε την επόμενη μέρα, με τον Κονοβνίτσιν να υποχωρεί και πάλι, όταν το 4ο Σώμα Στρατού του στρατηγού Ευγένιου ντε Μπωαρναί (Eugène de Beauharnais), θετού γιου του Ναπολέοντα, έφτασε στο σημείο, απειλώντας το πλευρό των Ρώσων. Οι τελευταίοι αποσύρθηκαν στο οχυρό Σεβαρντινό, όπου ξεκίνησε μάχη σώμα με σώμα. Ο Μυρά ηγήθηκε του 1ου Σώματος Ιππικού του στρατηγού ντε Νανσουτύ και του 2ου Σώματος Ιππικού του στρατηγού Μονμπρύν και, υποστηριχθείς από τη μεραρχία του στρατηγού Κομπάν του 1ου Σώματος Πεζικού του στρατάρχη Νταβού, εξαπέλυσε επίθεση κατά του οχυρού Σεβαρντινό. Παράλληλα, το πεζικό του Πολωνού πρίγκιπα Γιούζεφ Πονιατόφσκι (πολωνικά: Józef Poniatowski) επιτέθηκε στην τοποθεσία από τα νότια. Η σύγκρουση ήταν πολύ σκληρή, καθώς οι Ρώσοι αρνούνταν να υποχωρήσουν, μέχρι που ο Κουτούζοφ προσωπικώς τούς διέταξε να το κάνουν. Οι Γάλλοι κατέλαβαν το οχυρό με κόστος 4.000-5.000 ανδρών, ενώ οι Ρώσοι είχαν 6.000 απώλειες. Το μικρό οχυρό καταστράφηκε και καλύφθηκε από τα σώματα των νεκρών στρατιωτών αμφοτέρων των αντιπάλων.
Οι Γάλλοι αναπάντεχα προήλασαν από τα δυτικά, ενώ η πτώση του οχυρού Σεβαρντινό προκάλεσε τη διάλυση της αρχικής ρωσικής διάταξης μάχης. Μιας και το αριστερό πλευρό της αμυντικής τους διάταξης βρισκόταν υπό κατάρρευση, οι ευρισκόμενες σε αυτό ρωσικές δυνάμεις αποσύρθηκαν στα ανατολικά, κατασκευάζοντας μια πρόχειρη οχύρωση γύρω από το χωριό Ουτίτσα. Το αριστερό πλευρό της ρωσικής διάταξης ήταν πλέον ευάλωτο και έτοιμο να δεχθεί νέα πλευρική επίθεση.
Αντίπαλες δυνάμεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μια σειρά μεταρρυθμίσεων στον Ρωσικό Στρατό είχαν ξεκινήσει το 1802, οπότε και δημιουργήθηκαν συντάγματα των τριών ταγμάτων, με κάθε τάγμα να έχει τέσσερεις λόχους. Οι ήττες των Άουστερλιτς, Άιλαου (έχει επικρατήσει ως Εϊλάου στους Έλληνες ιστοριογράφους, ορθή προφορά Άιλάου στα γερμανικά) και Φρίντλαντ οδήγησαν σε σημαντικές πρόσθετες μεταρρυθμίσεις, παρ' ότι οι συνεχείς συρράξεις των τριών πολέμων με τη Γαλλία, των δύο με τη Σουηδία και των δύο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν είχαν παράσχει τον απαραίτητο χρόνο για να απορροφηθούν πλήρως. Το σύστημα των μεραρχιών εισήχθη το 1806, ενώ το 1812 εισήχθησαν τα σώματα στρατού. Η πρωσική επιρροή ήταν εμφανής στο οργανωτικό σκέλος του Ρωσικού Στρατού.
Οι ρωσικές δυνάμεις που συμμετείχαν στη μάχη του Μποροντίνο περιελάμβαναν 180 τάγματα πεζικού, 164 ίλες ιππικού, 20 συντάγματα Κοζάκων και 55 πυροβολαρχίες (σύνολο 637 πυροβόλων). Συνολικά, οι Ρώσοι παρέταξαν 155.200 άνδρες. Επιπλέον, υπήρχαν ακόμη 10.000 Κοζάκοι ιππείς, καθώς και 33.000 πολιτοφύλακες στην περιοχή, που δεν πήραν όμως μέρος στη μάχη. Μετά τη μάχη οι μονάδες πολιτοφυλακής διαλύθηκαν, ώστε τα μέλη τους να απορροφηθούν ως ενισχύσεις σε αποδεκατισμένα τάγματα του πεζικού. Από τα 637 κανόνια τα 300 κρατήθηκαν σε εφεδρεία και πολλά από αυτά δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ στη μάχη.
Σύμφωνα με τον ειδικό στη ρωσική ιστορία και τους Ναπολεόντειους Πολέμους, τον Γεωργιανό ιστορικό Αλεξάντερ Μικαμπερίτζε (γεν. 1978), ο Γαλλικός Στρατός παρέμενε ο αρτιότερος στρατός της εποχής με αρκετή διαφορά από τους υπόλοιπους στρατούς. Οι μεταρρυθμίσεις του Ναπολέοντα σε συνδυασμό με την κληρονομιά της Γαλλικής Επανάστασης τον είχαν μεταμορφώσει σε πολεμική μηχανή που από το έτος 1805 και μετά κυριαρχούσε στην Ευρώπη. Κάθε σώμα στρατού (ΣΣ) του Γαλλικού Στρατού αποτελούσε στην πραγματικότητα ένα μικρό στράτευμα ικανό για ανεξάρτητη δράση. Οι γαλλικές δυνάμεις στο Μποροντίνο περιελάμβαναν 214 τάγματα πεζικού, 317 ίλες ιππικού και 587 πυροβόλα, αριθμώντας συνολικά 128.000 άνδρες. Παρ' όλα αυτά, η Γαλλική Αυτοκρατορική Φρουρά, που αποτελούταν από 30 τάγματα πεζικού, 27 ίλες ιππικού και 109 πυροβόλα, αριθμώντας συνολικά 18.500 άνδρες, δεν έλαβε μέρος στη μάχη. Σημειωτέον ότι κάθε ρωσική μονάδα είχε περισσότερους στρατιώτες από την αντίστοιχη γαλλική, εξ ου και, αν και παρέταξαν λιγότερα τάγματα και ίλες, οι Ρώσοι ήταν περισσότεροι αριθμητικώς στο Μποροντίνο από τους Γάλλους.
Η μάχη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Διάταξη των αντιπάλων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Καρλ φον Κλάουζεβιτς (αποσπασμένος ως σύμβουλος τότε στο ρωσικό γενικό επιτελείο) έγραψε για τη μάχη του Μποροντίνο ότι: «Το έδαφος που καταλάμβανε η αριστερή πτέρυγα του Ρωσικού Στρατού δεν παρουσίαζε ιδιαίτερα πλεονεκτήματα. Κάποιοι γήλοφοι με ομαλές πλαγιές, ίσως 6 μ. σε ύψος, μαζί με λωρίδες θαμνώδους έκτασης, σχημάτιζαν ένα τόσο μπερδεμένο σύνολο, που ήταν δύσκολο να πεις ποια πλευρά θα είχε το πλεονέκτημα του εδάφους. Έτσι, το καλύτερο μέρος της τοποθεσίας, το δεξιό πλευρό, θα μπορούσε να είναι άνευ οφέλους αντιστάθμισης των ατελειών του αριστερού. Η όλη τοποθεσία καταδείκνυε επίσης στους Γάλλους εμφανέστατα το αριστερό πλευρό ως σκοπό της επιχείρησης, για να επιτρέψουν στις δυνάμεις τους να προσελκυσθούν από το δεξί».
Η ρωσική διάταξη στο Μποροντίνο αποτελείτο από σειρά ασύνδετων μεταξύ τους χωμάτινων οχυρώσεων που σχημάτιζαν νοητό τόξο και εκτείνονταν από τον ποταμό Μόσκοβα στα δεξιά, συνεχίζοντας κατά μήκος του παραποτάμου του, Καλατσά (του οποίου οι απότομες όχθες συνέβαλλαν στην άμυνα), έως το χωριό Ουτίτσα στα αριστερά. Τα πυκνά δάση που παρεμβάλλονταν κατά μήκος της αριστερής ρωσικής πτέρυγας και κέντρου (στην πλευρά του ποταμού Καλατσά όπου βρίσκονταν οι Γάλλοι) δυσκόλευαν την ανάπτυξη, τον έλεγχο και τον συντονισμό των γαλλικών δυνάμεων, βοηθώντας έτσι τους αμυνόμενους Ρώσους. Το ρωσικό κέντρο υπερασπίζονταν οι άνδρες του Οχυρού Ραγέφσκι, ενός χωμάτινου οχυρώματος για μαζική άμυνα, ανοικτού στην πίσω πλευρά του, με 19 πυροβόλα των 12 λιβρών (έριχναν οβίδες βάρους 5,44 κιλών περίπου), τα οποία είχαν καθαρό πεδίο βολής έως τις όχθες του Καλατσά.
Ο Κουτούζοφ ανησυχούσε πολύ έντονα μήπως οι Γάλλοι ακολουθήσουν τη βόρεια νέα οδό Σμολένσκ-Μόσχας, κινούμενοι γύρω από τις αμυντικές θέσεις του (δηλ. τη δεξιά του πτέρυγα), παρακάμπτοντάς τες. Για τον σκοπό αυτόν τοποθέτησε την πιο πολυάριθμη 1η Στρατιά υπό τον Μπάρκλεϋ ντε Τόλλυ στο δεξί πλευρό της ρωσικής διάταξης, σε θέσεις που ήταν ήδη ισχυρές αμυντικά και ουσιαστικά απρόσβλητες από τους Γάλλους. Η 2η Στρατιά υπό τον Μπαγκρατιόν αναμενόταν να κρατήσει την αριστερή πλευρά της ρωσικής διάταξης. Η πτώση του οχυρού Σεβαρντινό οδήγησε στην απώλεια της τοποθεσίας στήριξης της αριστερής ρωσικής πτέρυγας, αλλά ο Κουτούζοφ δεν έκανε τίποτα για να αλλάξει την αρχική αυτή διάταξη, εκτός από την αναγκαστική οπισθοχώρηση της πτέρυγας αυτής ανατολικότερα και την κατασκευή πρόχειρης οχύρωσης στο χωριό Ουτίτσα, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις των στρατηγών του για την ανάγκη ευρείας αναδιάταξης των ρωσικών δυνάμεων.
Έτσι, όταν η δράση άρχισε και εξελίχθηκε σε αμυντική παρά επιθετική μάχη για τους Ρώσους, η συντριπτική υπερίσχυσή τους στο πυροβολικό σπαταλήθηκε στο δεξί τους πλευρό (επειδή εκεί βρίσκονταν οι περισσότερες μονάδες του πυροβολικού τους), το οποίο όμως δεν κινδύνευε ιδιαίτερα από κάποια εκδήλωση γαλλικής επίθεσης. Αντίθετα, το γαλλικό πυροβολικό, όντας ορθότερα τοποθετημένο, συνεισέφερε τα μέγιστα για να κερδηθεί η μάχη. Ο συνταγματάρχης φον Τολ (von Toll, τολμηρός αξιωματικός, μέλος του επιτελείου του Κουτούζοφ) και άλλοι έκαναν προσπάθειες να καλύψουν τα λάθη στη διάταξη των ρωσικών δυνάμεων, ενώ μεταγενέστερες προσπάθειες ανάλυσης των γεγονότων από διάφορους ιστορικούς πρόσθεσαν περαιτέρω περιπλοκές στο όλο θέμα. Πράγματι, ο Πρώσος στρατιωτικός Καρλ φον Κλάουζεβιτς, συγγραφέας του περίφημου έργου Περί Πολέμου, υπηρετών τότε ως σύμβουλος στο ρωσικό γενικό επιτελείο, παραπονέθηκε επίσης για τη λανθασμένη τοποθέτηση των δυνάμεων του φον Τολ, η οποία είχε τέτοιο βάθος και περιοριζόταν σε τόσο στενό χώρο, που προκαλούσε αχρείαστες απώλειες από το εχθρικό πυροβολικό. Ως αποτέλεσμα, η ρωσική διάταξη είχε μόλις περίπου 8 χλμ. μέτωπο, με περίπου 80.000 στρατιώτες της 1ης Στρατιάς στα δεξιά και 34.000 της 2ης Στρατιάς στα αριστερά.
Τα "Βέλη του Μπαγκρατιόν"
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η πρώτη περιοχή επιχειρήσεων ήταν στα λεγόμενα Βέλη του Μπαγκρατιόν, όπως είχαν προβλέψει ο Μπάρκλεϋ ντε Τόλλυ και ο Μπαγκρατιόν. Στο γαλλικό στρατόπεδο, παρά την πρόταση του στρατάρχη Νταβού να διενεργήσουν ελιγμό για να υπερφαλαγγίσσουν το αδύναμο αριστερό ρωσικό πλευρό, ο Ναπολέων διέταξε αντίθετα το 1ο Σώμα του στρατάρχη να κινηθεί ευθεία μπροστά στο κέντρο της ρωσικής άμυνας, ενώ ο προταθείς ελιγμός ανατέθηκε στο αδύναμο 5ο Σώμα του πρίγκιπα Πονιατόφσκι.
Η αρχική γαλλική επίθεση σκόπευε στην κατάληψη τριών ρωσικών αμυντικών θέσεων που ήταν συλλογικά γνωστές ως Βέλη του Μπαγκρατιόν, οι οποίες αποτελούνταν από συνολικά τέσσερεις χωμάτινες οχυρώσεις, έκαστη σε σχήμα αιχμής βέλους, ευρισκόμενες σε τοξοειδή διάταξη προς τα αριστερά, σχηματίζοντας μια υπερυψωμένη εδαφική έξαρση μπροστά από τον ποταμό Καλατσά. Οι θέσεις αυτές παρείχαν υποστήριξη στο αριστερό πλευρό της ρωσικής διάταξης, το οποίο στερείτο εδαφικών πλεονεκτημάτων. Παρουσίαζαν όμως αρκετές ατέλειες, με έναν αξιωματικό να σημειώνει ότι τα χαντάκια έμπροσθεν αυτών ήταν πολύ ρηχά και οι πολεμίστρες εκτεθειμένες στην επιφάνεια του εδάφους, με αποτέλεσμα να είναι εύκολα προσπελάσιμες, ενώ ταυτόχρονα ήταν πολύ πλατιές και εξέθεταν σε μεγάλο βαθμό το πεζικό που βρισκόταν πίσω από αυτές. Τα βέλη αυτά υποστηρίζονταν από πυροβολικό που είχε τοποθετηθεί στο χωριό Σεμιανόφσκαγια, τού οποίου η εδαφική έξαρση δέσποζε της δεξιάς όχθης του ποταμού Καλατσά (στην όχθη που βρισκόταν δηλ. ο κύριος όγκος των ρωσικών δυνάμεων).
Η μάχη ξεκίνησε στις 6 το πρωί με τον βομβαρδισμό του ρωσικού κέντρου από τα 102 πυροβόλα της γαλλικής γκραν μπατερί (γαλ. grand batterie, έτσι ονομαζόταν η προσφιλής στον Ναπολέοντα τακτική της χρήσης συγκεντρωτικών πυρών πυροβολικού και συλλογικά τα πυροβόλα που συμμετείχαν). Ο στρατάρχης Νταβού έστειλε τη μεραρχία του στρατηγού Κομπάν (Compans) εναντίον του πιο νότια ευρισκόμενου βέλους, με τη μεραρχία του στρατηγού Ντεσσαί (Dessaix) στα αριστερά της. Όταν οι δυνάμεις του Κομπάν εξήλθαν του δάσους στην αντίπερα όχθη του Καλατσά, χτυπήθηκαν από μαζικά πυρά του ρωσικού πυροβολικού. Τόσο ο Κομπάν όσο και ο Ντεσσαί τραυματίστηκαν, αλλά οι Γάλλοι συνέχισαν την επίθεσή τους. Ο σωματάρχης Νταβού, βλέποντας τη σύγχυση που επικρατούσε, ηγήθηκε προσωπικώς του 57ου Συντάγματος της Γραμμής (με την επωνυμία Το Τρομερό, γαλλ. Le Terrible), μέχρι που το άλογό του χτυπήθηκε από πυρά, με αποτέλεσμα να πέσει τόσο απότομα και βίαια στο έδαφος που ο στρατηγός Σορμπιέ (Sorbier) τον ανέφερε ως νεκρό. Ο στρατηγός όμως Ραπ (Rapp) που κατέφθασε να τον αντικαταστήσει, βρήκε παραδόξως τον Νταβού ζωντανό και μάλιστα να οδηγεί το 57ο Σύνταγμα της Γραμμής ξανά εμπρός.
Στις 7:30 π.μ. ο Νταβού είχε κερδίσει τον έλεγχο των τριών βελών. Ο πρίγκιπας Μπαγκρατιόν ηγήθηκε αντεπίθεσης απωθώντας τους Γάλλους από τα βέλη, στην οποία απάντησαν οι Γάλλοι με την επίθεση των πεζικών δυνάμεων του 24ου Συντάγματος Πεζικού του στρατηγού Νέυ, ανακτώντας τις οχυρωμένες αυτές θέσεις. Παρ' ότι ο Μπαγκρατιόν δεν συμπαθούσε τον Μπάρκλεϋ ντε Τόλλυ, στράφηκε σε αυτόν για βοήθεια, αγνοώντας εντελώς τον Κουτούζοφ. Ο Μπάρκλεϋ ντε Τόλλυ αντέδρασε αμέσως, στέλνοντας 3 συντάγματα της Αυτοκρατορικής Φρουράς, 8 τάγματα γρεναδιέρων και 24 κανόνια των 12 λιβρών, κινούμενα στον πιο γρήγορο ρυθμό τους για να ενισχύσουν την τοποθεσία Σεμιανόφσκαγια. Στις 9 το πρωί ο συνταγματάρχης φον Τολ και ο Κουτούζοφ μετακίνησαν εμπρός τις μονάδες της Εφεδρικής Αυτοκρατορικής Φρουράς.
Κατά τη διάρκεια της συγκεχυμένης σύγκρουσης, οι γαλλικές και ρωσικές μονάδες κινήθηκαν εμπρός μέσα σε ένα αδιαπέραστο σύννεφο καπνού και αμφότερες συνετρίβησαν από τα πυρά του πυροβολικού και των μουσκέτων, τα οποία ήταν φοβερά ακόμη και για τις προδιαγραφές της ναπολεόντειας δράσης. Το πεζικό, όπως και το ιππικό, είχαν δυσκολία να ελιχθούν μέσα στον σωρό των πτωμάτων και τις μάζες των πληγωμένων. Οι Ρώσοι κατάφεραν πάντως να επανακτήσουν τα βέλη. Ο στρατάρχης Μυρά ελίχθηκε με το ιππικό του γύρω από τα βέλη για να επιτεθεί στο πεζικό του Μπαγκρατιόν, αλλά αντιμετωπίστηκε από τη 2η Μεραρχία Θωρακοφόρων του στρατηγού Ντούκα (Duka), που υποστηρίχθηκε από το πεζικό του στρατηγού Νεβερόφσκυ (Neverovsky).
Οι Γάλλοι πραγματοποίησαν επτά επιθέσεις εναντίον των βελών και κάθε φορά απωθούντο μετά από σκληρή μάχη σώμα με σώμα. Ο Μπαγκρατιόν ηγήθηκε προσωπικά σε κάποιες περιπτώσεις των ρωσικών αντεπιθέσεων και, σε μια τελευταία προσπάθεια να απωθήσει οριστικά τους Γάλλους, χτυπήθηκε, περίπου στις 11 π.μ., στο πόδι από θραύσματα οβίδας. Αν και πληγωμένος (κάποιες μέρες αργότερα, στις 24 Σεπτεμβρίου 1812, θα πέθαινε από τα τραύματά του), επέμεινε να παραμείνει στο πεδίο της μάχης για να δει την αποφασιστική επίθεση του ιππικού του στρατηγού Ντούκα.
Η αντίδραση αυτή των Ρώσων οδήγησε τον Μυρά στην αναζήτηση βοήθειας από το συμμαχικό πεζικό της Βυρτεμβέργης. Οι ενισχύσεις δε του Μπάρκλεϋ ντε Τόλλυ που εστάλησαν στη μάχη κομματιάστηκαν στην κυριολεξία από το γαλλικό πυροβολικό, επιτρέποντας στη γαλλική μεραρχία του στρατηγού Φριάν (Friant) να πάρει τον πλήρη έλεγχο των βελών στις 11.30 π.μ. Η σκόνη, ο καπνός, η σύγχυση και η εξάντληση εμπόδισαν τους Γάλλους διοικητές στο πεδίο της μάχης (Νταβού, Νέυ, Μυρά) να αντιληφθούν ότι όλοι οι Ρώσοι μπροστά τους είχαν υποχωρήσει, βρίσκονταν σε σύγχυση και ήταν έτοιμοι να πέσουν στα χέρια τους.
Η ηγετική δομή της 2ης Ρωσσικής Στρατιάς διαλύθηκε, καθώς ο Μπαγκρατιόν μεταφέρθηκε μακριά από το πεδίο της μάχης, ενώ η αναφορά ότι είχε τραυματιστεί γρήγορα διαδόθηκε και προκάλεσε την κατάρρευση του ηθικού των Ρώσων, που στήριζαν πολλά στην ηγετική και ατρόμητη φύση του. Ο Ναπολέων, που ήταν άρρωστος από κρυολόγημα και βρισκόταν πολύ μακριά από τη δράση για να μπορεί να έχει σαφή άποψη του τι πραγματικά συνέβαινε, αρνήθηκε να στείλει τις εφεδρείες του και ιδιαίτερα την περίφημη Αυτοκρατορική Φρουρά ευρισκόμενος σε ένα μέρος τόσο μακριά από τη Γαλλία, μια απόφαση που στοίχισε πολύ στους Γάλλους, παρατείνοντας τη σύγκρουση.
Οι πρώτες επιθέσεις στο Οχυρό Ραγέφσκι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο πρίγκιπας Ευγένιος ντε Μπωαρναί προχώρησε με το σώμα στρατού του εναντίον του Μποροντίνο και διενεργώντας σαρωτική επίθεση το κατέλαβε από τους Ρώσους Κυνηγούς της Αυτοκρατορικής Φρουράς. Παρ' όλα αυτά, οι προελαύνουσες φάλαγγες γρήγορα απώλεσαν τη συνοχή τους, καθώς λίγο μετά την εκκαθάριση του χωριού Μποροντίνο από τους εχθρούς και την περαιτέρω προέλασή τους, ήρθαν αντιμέτωπες με ξεκούραστες φάλαγγες εφόδου των Ρώσων και υποχώρησαν πίσω στο χωριό. Ο γενναίος στρατηγός Ντελζόν (Delzons) τοποθετήθηκε στο Μποροντίνο αναλαμβάνοντας την υπεράσπισή του από την προσπάθεια ανακατάληψής του από τους Ρώσους.
Η γαλλική μεραρχία του στρατηγού Μοράν πέρασε τότε στη βόρεια όχθη του χειμάρρου Σεμιένοφκα, ενώ τα υπολείμματα των δυνάμεων του Ευγένιου ντε Μπωαρναί διέσχισαν τρεις γέφυρες του Καλατσά, λαμβάνοντας θέση στη νότια πλευρά του ποταμού, την ίδια πλευρά όπου βρίσκονταν και οι Ρώσοι. Στη συνέχεια ο ντε Μπωαρναί ανέπτυξε το μεγαλύτερο τμήμα του πυροβολικού του και άρχισε να πιέζει τους Ρώσους πίσω προς το Οχυρό Ραγέφσκι. Οι μεραρχίες των στρατηγών Μπρουσσιέ (Broussier) και Μοράν (Morand) προήλασαν τότε μαζί εν μέσω καταιγιστικής υποστήριξης του πυροβολικού. Το Οχυρό Ραγέφσκι άλλαξε έτσι χέρια και πέρασε στους Γάλλους, ενώ ο Μπάρκλεϋ ντε Τόλλυ αναγκάστηκε προσωπικώς να ηγηθεί της αναδιοργάνωσης του ατάκτως υποχωρούντος συντάγματος του συνταγματάρχη Πασκέβιτς (Paskevitch), που τραυματίστηκε, το οποίο κρατούσε έως τότε πεισματική αντίσταση στις γαλλικές επιθέσεις, υφιστάμενο τρομακτικές απώλειες.
Ο Κουτούζοφ διέταξε τον στρατηγό Γερμόλοφ (Yermolov) να αναλάβει δράση. Ο στρατηγός μετακίνησε τρεις πυροβολαρχίες έφιππου πυροβολικού, οι οποίες άρχισαν να κανονιοβολούν εντατικά το ανοιχτό στην πίσω πλευρά του Οχυρό Ραγέφσκι, ενώ το 3ο Τάγμα του Συντάγματος της Ουφά και δύο συντάγματα Κυνηγών που έριξε στο πεδίο της σκληρής σύγκρουσης ο Μπάρκλεϋ ντε Τόλλυ επέδραμαν με ξιφολόγχη για να εξουδετερώσουν την ταξιαρχία του στρατηγού Μποναμί (Bonami). Η σφοδρή επίθεση των ρωσικών ενισχύσεων ανακατέλαβε τελικώς το οχυρό.
Το πυροβολικό του Ευγένιου ντε Μπωαρναί συνέχισε να σφυροκοπεί τις ρωσικές φάλαγγες ενισχύσεων, ενώ οι στρατάρχες Νέυ και Νταβού έστησαν ένα δίκτυο διασταυρούμενων πυρών με πυροβολικό που ήταν τοποθετημένο στα υψώματα του χωριού Σεμιανόφσκαγια. Ο Μπάρκλεϋ ντε Τόλλυ αμύνθηκε μετακινώντας τις δυνάμεις του Πρώσου στρατηγού δούκα Όιγκεν της Βυρτεμβέργης (Duke Eugen of Württemberg) στο δεξί ρωσικό πλευρό, για να ενισχύσει τον Ρώσο στρατηγό Μιλοράντοβιτς (Miloradovich) στην άμυνα του Οχυρού Ραγέφσκι. Οι Γάλλοι απάντησαν σε αυτή την κίνηση στέλνοντας μπροστά δύναμη 36 πυροβόλων υπό τον στρατηγό Σορμπιέ (Sorbier), διοικητή του πυροβολικού της Αυτοκρατορικής Φρουράς. Επιπλέον, ο Σορμπιέ ανέλαβε τη διοίκηση 49 πυροβόλων έφιππου πυροβολικού που ανήκαν στο 1ο Σώμα Ιππικού του στρατηγού ντε Νανσουτύ (de Nansouty) και το 4ο Σώμα Ιππικού του στρατηγού ντε Λατούρ-Μωμπούρ (de Latour-Maubourg), καθώς και στο πυροβολικό του πρίγκηπα ντε Μπωαρναί, ανοίγοντας μαζικό πυρ και δημιουργώντας έτσι έναν τρομερής ισχύος φραγμό πυροβολικού.
Όταν ο Μπάρκλεϋ ντε Τόλλυ απέστειλε δυνάμεις εναντίον μιας επιτιθέμενης γαλλικής ταξιαρχίας, περιέγραψε την όλη κατάσταση ως Περίπατο στην Κόλαση. Στο αποκορύφωμα της μάχης, οι υφιστάμενοι του Κουτούζοφ λάμβαναν όλες τις αποφάσεις εκ μέρους του. Σύμφωνα με τον συνταγματάρχη Καρλ φον Κλάουζεβιτς, ο Ρώσος διοικητής «έμοιαζε να βρίσκεται σε ύπνωση». Με τον θάνατο του στρατηγού Κουτάισοφ, διοικητή του Ρωσικού Πυροβολικού, τα περισσότερα κανόνια των Ρώσων έστεκαν άχρηστα στα υψώματα στα μετόπισθεν και ποτέ δεν έλαβαν μέρος στη μάχη, την ίδια ώρα που το γαλλικό πυροβολικό έσπερνε τον όλεθρο στις ρωσικές γραμμές.
Η επιδρομή των Κοζάκων στο βόρειο γαλλικό πλευρό
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το πρωί της μάχης γύρω στις 7.30, περίπολοι των Κοζάκων του Ντον των δυνάμεων του αταμάνου Ματβέι Πλάτοφ (Matvei Platov) ανακάλυψαν ένα σημείο διάβασης του ποταμού Καλατσά στην άκρη του ρωσικού δεξιού (βόρειου) πλευρού. Βλέποντας ότι το έδαφος μπροστά τους ήταν ελεύθερο από εχθρικές δυνάμεις, ο Πλάτοφ διείδε μια ευκαιρία να κινηθεί γύρω από το γαλλικό αριστερό πλευρό εισερχόμενος στα εχθρικά μετόπισθεν. Έστειλε αμέσως έναν από τους υπασπιστές του να ζητήσει την άδεια από τον Κουτούζοφ για μια τέτοιου είδους επιχείρηση. Ο υπασπιστής του Πλάτοφ ήταν αρκετά τυχερός να συναντήσει τον συνταγματάρχη φον Τολ, που πρότεινε να προστεθεί το 1ο Σώμα Ιππικού του στρατηγού Ουβάροφ (Uvarov) στην επιχείρηση και προσφέρθηκε μεμιάς να παρουσιάσει το σχέδιο στον Ρώσο αρχιστράτηγο.
Ξεκίνησαν μαζί να συναντήσουν τον Κουτούζοφ, που αδιάφορα έδωσε την έγκρισή του. Δεν υπήρχε σαφές σχέδιο και δεν είχαν καθοριστεί αντικειμενικοί σκοποί, με τον όλο ελιγμό να ερμηνεύεται από τον Κουτούζοφ και τον Ουβάροφ ως παραπλανητική επίθεση. Οι Ουβάροφ και Πλάτοφ ξεκίνησαν την επιχείρηση, έχοντας περίπου συνολικά 800 ιππείς και 12 κανόνια, και καμία υποστήριξη του πεζικού. Κινούμενοι ο μεν Ουβάροφ νοτιοδυτικά και νότια, ο δε Πλάτοφ δυτικά, έφτασαν τελικώς στα αφύλακτα μετόπισθεν του 4ου Σώματος Στρατού του πρίγκιπα Ευγένιου ντε Μπωαρναί. Αυτό συνέβη προς το μεσημέρι, καθώς ο πρίγκιπας έδινε τις εντολές διενέργειας ακόμη μιας γαλλικής επίθεσης εναντίον του Οχυρού Ραγέφσκι.
Η αιφνίδια εμφάνιση μαζών του εχθρικού ιππικού τόσο κοντά στο κέντρο εφοδιασμού των Γάλλων και το αρχηγείο του Ναπολέοντα προκάλεσε πανικό και κατάπληξη στους Γάλλους και οδήγησε τον πρίγκιπα ντε Μπωαρναί να ακυρώσει αμέσως την επικείμενη επίθεση στο "Οχυρό Ραγέφσκι", αποσύροντας δυτικά ολόκληρο το σώμα στρατού του για να αντιμετωπίσει την εξαιρετικά δυσμενή αυτή κατάσταση. Στο μεταξύ, οι δύο επιτιθέμενοι Ρώσοι διοικητές του ιππικού προσπάθησαν να διαλύσουν όποιο τμήμα γαλλικού πεζικού μπορούσαν να διακρίνουν σε κοντινή απόσταση. Μην έχοντας όμως πεζικό μαζί τους, οι άσχημα συντονισμένες ρωσικές επιθέσεις δεν προκάλεσαν τελικώς κάποιο σοβαρό αποτέλεσμα.
Ανήμποροι να καταφέρουν περισσότερα, οι Πλάτοφ και Ουβάροφ επέστρεψαν στις ρωσικές γραμμές και η όλη δράση τους ερμηνεύθηκε ως αποτυχία, τόσο από τον Κουτούζοφ όσο και από το Ρωσικό Γενικό Επιτελείο. Όπως όμως αποδείχθηκε αργότερα, η συγκεκριμένη δράση είχε τη μεγαλύτερη σημασία για το αποτέλεσμα της μάχης του Μποροντίνο, καθώς καθυστέρησε την επίθεση του 4ου Σώματος Στρατού του ντε Μπωαρναί στο "Οχυρό Ραγέφσκι" για κρίσιμο διάστημα δύο ωρών. Κατά τη διάρκεια αυτού του διαστήματος, οι Ρώσοι κατάφεραν να επανεκτιμήσουν όσα συνέβαιναν, να αντιληφθούν την τρομερή κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η 2η Στρατιά του στρατηγού Μπαγκρατιόν και να στείλουν ενισχύσεις στην πρώτη γραμμή. Στο μεταξύ, η υποχώρηση του σώματος στρατού του Ευγένιου ντε Μπωαρναί είχε αφήσει το 2ο Σώμα Ιππικού του στρατηγού Μονμπρύν (Montbrun) να συμπληρώσει το κενό, υπό καταιγισμό φονικότατων ρωσικών πυρών, που αποθάρρυναν τους ιππείς του, μειώνοντας δραστικά τη μαχητική τους αποτελεσματικότητα. Η καθυστέρηση που προκλήθηκε στη γαλλική επιθετικότητα και γενικότερη δράση ερχόταν σε αντίθεση με μια στρατιωτική αρχή που ο Ναπολέοντας είχε εκφράσει πολλές φορές: «Το έδαφος μπορεί να ανακτηθεί, ο χρόνος ποτέ».
Η τελική επίθεση στο "Οχυρό Ραγέφσκι"
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στις 14.00 ο Ναπολέων ανανέωσε την επίθεση στο "Οχυρό Ραγέφσκι", με τη μαζική μετωπική επίθεση από τις μεραρχίες πεζικού των στρατηγών Μπρουσσιέ (Broussier), Μοράν (Morand) και Ζεράρ (Gérard), με τη μεραρχία Ελαφρού Ιππικού του στρατηγού Σαστέλ (Chastel) στα αριστερά τους και το 2ο Εφεδρικό Σώμα Ιππικού του στρατηγού Μονμπρύν (Montbrun) στα δεξιά τους.
Στη ρωσική πλευρά, η 24η Μεραρχία Πεζικού του στρατηγού Λιχατσιόφ (ρωσ. Лихачёв) εισήλθε στη μάχη. Οι Ρώσοι πολέμησαν γενναία, αλλά τα γαλλικά στρατεύματα πλησίασαν πολύ κοντά για να μπορούν να συνεχίσουν να βάλλουν εναντίον τους τα ρωσικά κανόνια, και οι Ρώσοι πυροβολητές αναγκάστηκαν να χρησιμοποιήσουν οτιδήποτε εναντίον των εχθρών. Ο στρατηγός Ωγκύστ Ζαν-Γκαμπριέλ ντε Κωλαινκούρ (Auguste-Jean-Gabriel de Caulaincourt, νεότερος αδελφός του στρατηγού και διπλωμάτη, Αρμάν Ωγκυστίν Λουί ντε Κωλαινκούρ, ακολούθου του Ναπολέοντα) διέταξε τους Θωρακοφόρους ιππείς του στρατηγού Βατιέ (Watier) να ηγηθούν της επίθεσης. Ο Μπάρκλεϋ ντε Τόλλυ παρακολουθούσε τις επιθετικές προετοιμασίες του ντε Μπωαρναί και έσπευσε να τον αντιμετωπίσει, μετακινώντας τις δυνάμεις του εναντίον του. Το γαλλικό πυροβολικό, παρ' όλα αυτά, ξεκίνησε να βομβαρδίζει τη ρωσική δύναμη καθώς αυτή συγκεντρωνόταν. Ο στρατηγός Ωγκύστ Ζαν-Γκαμπριέλ ντε Κωλαινκούρ ηγήθηκε της επίθεσης των Θωρακοφόρων ιππέων του Βατιέ στην ανοιχτή πίσω πλευρά του οχυρού, βρίσκοντας τον θάνατο από θραύσμα οβίδας, ενώ η επέλαση αναχαιτίστηκε από τα ρωσικά μουσκέτα.
Ο Σάξονας στρατηγός φον Τίλμαν (von Thielmann) ηγήθηκε τότε 8 σαξονικών και δύο πολωνικών ιλών εναντίον της πίσω πλευράς του οχυρού, ενώ οι ιππείς υπό τις διαταγές του στην κυριολεξία εφόρμησαν με τα άλογά τους μέσα από τις πολεμίστρες του οχυρού, σπέρνοντας τη σύγχυση και επιτρέποντας στο γαλλικό ιππικό και πεζικό να καταλάβει την τοποθεσία. Η μάχη όμως δεν είχε ακόμα τελειώσει, με τις δύο πλευρές τόσο εξουθενωμένες που μόνο το πυροβολικό ακόμη βρισκόταν σε δράση. Στις 15.30 το "Οχυρό Ραγέφσκι" έπεσε με τους περισσότερους στρατιώτες της ρωσικής 24ης Μεραρχίας. Όλοι οι Ρώσοι πυροβολητές στο οχυρό σκοτώθηκαν δίπλα στα κανόνια τους και ο στρατηγός Λιχατσιόφ αιχμαλωτίστηκε. Δίπλα στους Ρώσους κείτονταν όμως και τα πτώματα 1.000 Γάλλων Θωρακοφόρων ιππέων του επίσης νεκρού Κωλαινκούρ.
Παρ' όλα αυτά, η τελική πτώση του "Οχυρού Ραγέφσκι", λόγω της χρονικής στιγμής που επήλθε (πολύ αργά στη μάχη), δεν είχε πλέον πολύ μεγάλη σημασία. Τα ρωσικά στρατεύματα επιτυχώς μετακινήθηκαν στα μετόπισθεν χωρίς να καταστραφούν, παρ' ότι υπέστησαν βαριές απώλειες. Έτσι, παρ' όλο που οι Ρώσοι απώλεσαν κάποιες περιοχές του πεδίου της μάχης, η συνολική αμυντική τους διάταξη δεν κατέρρευσε. Στη γαλλική πλευρά, η κατάληψη του οχυρού επέφερε μεγάλες απώλειες και μετά από το γεγονός αυτό ο ίδιος ο Ναπολέων διέταξε τα στρατεύματά του να υποχωρήσουν στην αρχική γραμμή του μετώπου. Οι Ρώσοι ακολούθως προχώρησαν μπροστά και ανακατέλαβαν τις προηγούμενες θέσεις.
Σύρραξη στο χωριό Ουτίτσα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η τρίτη περιοχή επιχειρήσεων ήταν γύρω από το χωριό Ουτίτσα. Το χωριό βρισκόταν στο νότιο τέρμα των ρωσικών θέσεων και κατά μήκος του παλαιού δρόμου του Σμολένσκ. Θεωρείτο και δικαίως πιθανό αδύνατο σημείο στη ρωσική άμυνα, καθώς η προέλαση κατά μήκος του δρόμου θα μπορούσε να ανατρέψει όλη τη ρωσική αμυντική διάταξη. Παρά τις ανησυχίες αυτές, η περιοχή ήταν μια μάζα από τραχύ έδαφος με πυκνή χαμηλή δασική βλάστηση, ιδανική για την ανάπτυξη του ελαφρού πεζικού. Το εκεί ευρισκόμενο δάσος ήταν πυκνό, το έδαφος βαλτώδες, με αποτέλεσμα να αναπτυχθούν εκεί κάποιοι αριθμοί Ρώσων Κυνηγών. Ο Ρώσος στρατηγός Τούτσκοφ (Tuchkov) είχε περίπου 23.000 στρατιώτες, αλλά οι μισοί ήταν ανεκπαίδευτοι πολιτοφύλακες (Απαλτσιένιε, Opolchenye), οπλισμένοι μόνο με λόγχες και τσεκούρια και σε καμία περίπτωση έτοιμοι για μάχη.
Ο Πολωνός στρατηγός Πονιατόφσκι είχε περίπου 10.000 άνδρες, όλους εκπαιδευμένους και πρόθυμους για μάχη, αλλά η πρώτη του προσπάθεια όταν κινήθηκε εναντίον των Ρώσων δεν εξελίχθηκε καλά. Έγινε αμέσως αντιληπτό ότι τα συγκεντρωμένα στρατεύματα και πυροβολικό δεν μπορούσαν να κινηθούν μέσα από το δάσος εναντίον της αντίστασης των Ρώσων Κυνηγών, αναγκαζόμενα έτσι να αλλάξουν πορεία και να κινηθούν νοτιότερα προς το χωριό Γέλνια, και κατόπιν ανατολικά. Ο στρατηγός Τούτσκοφ είχε αναπτύξει την 1η Μεραρχία Γρεναδιέρων του σε γραμμή υποστηρίζοντάς την με την 3η Μεραρχία διατεταγμένη σε φάλαγγες ανά τάγμα. Τέσσερα συντάγματα εκλήθησαν να βοηθήσουν στην υπεράσπιση των ρωσικών οχυρών που βρίσκονταν βορειότερα υπό επίθεση και άλλα 2 συντάγματα Ρώσων Κυνηγών αναπτύχθηκαν στα δάση της Ουτίτσα, εξασθενώντας έτσι περαιτέρω την αμυντική θέση εντός του χωριού.
Το πολωνικό τμήμα του Πονιατόφσκι διεκδίκησε τον έλεγχο του χωριού Ουτίτσα, καταλαμβάνοντάς το με την πρώτη απόπειρα. Ο στρατηγός Τούτσκοφ αργότερα στις 8.00 π.μ. εκδίωξε τους Γάλλους από το χωριό. Ο στρατηγός Ζυνό (Junot) όμως οδήγησε τους Βεστφαλούς να συμμετέχουν στην επίθεση και ανακατέλαβε την Ουτίτσα, που είχε πυρποληθεί από τους υποχωρούντες Ρώσους. Μετά την κατοχή του χωριού, οι Ρώσοι και Πολωνοί συνέχισαν να αψιμαχούν και να βομβαρδίζουν ο ένας τον άλλο για το υπόλοιπο της ημέρας, χωρίς να σημειώσουν ιδιαίτερη πρόοδο. Η πυκνή δασική βλάστηση δυσκόλεψε τις προσπάθειες του Πονιατόφσκι, αλλά τελικώς ο Πολωνός στρατηγός έφτασε κοντά στο να αποκόψει τις δυνάμεις του στρατηγού Τούτσκοφ από τον υπόλοιπο ρωσικό στρατό.
Ο στρατηγός Μπάρκλεϋ ντε Τόλλυ έστειλε βοήθεια με τον αντιστράτηγο φον Μπάγκοβουτ (von Baggovut), με την υποστήριξη του στρατηγού Κονοβνίτσιν (Konovnitsyn), με αποτέλεσμα κάθε ελπίδα πραγματικής προόδου από τους Πολωνούς να χαθεί.
Άρνηση του Ναπολέοντα για εμπλοκή της Αυτοκρατορικής Φρουράς
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κοντά στις 15.00, μετά από ώρες αντίστασης, ο Ρωσικός Στρατός βρισκόταν σε τρομερά δυσχερή κατάσταση, αλλά οι γαλλικές δυνάμεις ήταν εξουθενωμένες και δεν είχαν ούτε την αναγκαία αντοχή ούτε και την απαραίτητη θέληση να διεξαγάγουν άλλη μία επίθεση. Εκείνη την κρίσιμη στιγμή, ο επιτελάρχης του Μυρά, στρατηγός Μπελλιάρ (Belliard), κάλπασε ευθύς στο αρχηγείο του Ναπολέοντα και, σύμφωνα με τον στρατηγό Σεγκύρ (Ségur) που έγραψε μια ιστορία της εκστρατείας, τού είπε ότι η ρωσική γραμμή του μετώπου είχε διαρραγεί, ότι ο δρόμος προς το Μοζάισκ, πίσω από τις εχθρικές γραμμές, ήταν ορατός από το κενό της διάταξης που είχε δημιουργήσει η γαλλική επίθεση, ότι τεράστιο πλήθος φυγάδων και οχημάτων υποχωρούσε βιαστικά και ότι μια τελική πίεση θα ήταν αρκετή να καθορίσει τη μοίρα του Ρωσικού Στρατού και του ίδιου του πολέμου. Οι στρατηγοί Νταρύ (Daru), Ντυμά (Dumas) και ο στρατάρχης Μπερτιέ επίσης παρενέβησαν στη συζήτηση και είπαν στον Γάλλο αυτοκράτορα πως όλοι πίστευαν ότι είχε έρθει η ώρα για την Αυτοκρατορική Φρουρά να εμπλακεί στη μάχη.
Δεδομένης της αγριότητας της ρωσικής άμυνας, καθένας ήξερε ότι μια τέτοια κίνηση θα κόστιζε τη ζωή χιλιάδων Αυτοκρατορικών Φρουρών, αλλά θεωρείτο ότι η παρουσία της περίφημης αυτής μονάδας θα ενίσχυε το ηθικό ολόκληρου του στρατού για μια τελική αποφασιστική προώθηση. Αξιοσημείωτη εξαίρεση αποτέλεσε ο στρατάρχης Μπεσσιέρ, διοικητής του ιππικού της Αυτοκρατορικής Φρουράς, που ήταν ένας από τους πολύ λίγους σημαντικούς στρατηγούς που συμβούλευσε με επιμονή εναντίον της παρέμβασης αυτής. Καθώς το γενικό επιτελείο συζητούσε το θέμα, ο στρατηγός Ραπ (Rapp), από τους βασικούς υπασπιστές του Ναπολέοντα, μεταφέρθηκε από το πεδίο της μάχης τραυματισμένος.
Ο στρατηγός Ραπ αμέσως σύστησε στον αυτοκράτορα την ανάγκη εμπλοκής της Φρουράς, στην οποία σύσταση ο Ναπολέων λέγεται πως ανταπάντησε: «Αναμφίβολα όχι· δεν επιθυμώ να τη δω να διαλύεται. Είμαι βέβαιος ότι θα κερδίσουμε τη μάχη χωρίς την παρέμβασή της». Αποφασισμένος να μην εμπλέξει αυτή την πολύτιμη τελική εφεδρεία τόσο μακριά από τη Γαλλία, ο Ναπολέων απέρριψε άλλο ένα παρόμοιο αίτημα, αυτή τη φορά από τον στρατάρχη Νέυ. Αντιθέτως, ο Ναπολέων κάλεσε τον διοικητή της Νέας Αυτοκρατορικής Φρουράς, στρατάρχη Μορτιέ (Mortier), και τον διέταξε να φρουρεί το πεδίο της μάχης χωρίς να κινηθεί μπροστά ή πίσω, ενώ την ίδια ώρα εξαπέλυε μπαράζ πυροβολικού με τα 400 κανόνια του.
Τέλος της μάχης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Ναπολέων κινήθηκε μπροστά για να εκτιμήσει την κατάσταση από τις πρώην ρωσικές πρώτες γραμμές λίγο μετά την τελική κατάληψη των οχυρών από τους Γάλλους. Οι Ρώσοι είχαν αναγκαστεί να υποχωρήσουν στην επόμενη πλησιέστερη λοφοσειρά σε κατάσταση σύγχυσης και αταξίας. Παρ' όλα αυτά, η αταξία αυτή δεν φαινόταν από απόσταση από τον καπνό της μάχης, αλλά και τη σκόνη που προκαλούσε κατά την κίνησή του ο υποχωρών στρατός. Ο Κουτούζοφ διέταξε την Αυτοκρατορική Φρουρά να κρατήσει τη γραμμή, πράγμα που έκανε. Όλο το διαθέσιμο πυροβολικό των Γάλλων δεν ήταν αρκετό για να τη μετακινήσει από τις θέσεις που είχε καταλάβει. Αν και τα συνεκτικά τετράγωνα των Ρώσων Φρουρών αποτελούσαν ιδανικούς στόχους για το γαλλικό πυροβολικό, η Ρωσική Αυτοκρατορική Φρουρά έμεινε ακίνητη στη θέση της για δύο ώρες, από τις 4-6 μ.μ., υφιστάμενη έτσι τεράστιες απώλειες. Ο Ναπολέων μπορούσε να δει μόνο μάζες ρωσικών στρατευμάτων σε απόσταση, με αποτέλεσμα να μην αποπειραθεί να κάνει κάτι δραστικό, παρά μόνο να αρκεστεί στην κατοχή του πεδίου της μάχης.
Τόσο η επίθεση που έκανε στην αρχή της μάχης, βασιζόμενος στην ωμή δύναμη, όσο και η απροθυμία του να χρησιμοποιήσει αργότερα τη Γαλλική Αυτοκρατορική Φρουρά, ήταν δείγματα της έλλειψης στρατηγικού μεγαλείου που χαρακτήρισε σε εκείνη τη μάχη τον Ναπολέοντα, που επέδειξε φτωχή ηγετική απόδοση, σπάνια γι΄αυτόν.
Στην πλευρά των Ρώσων, ο Κουτούζοφ κατηγορήθηκε για λανθασμένη διάταξη των στρατευμάτων του, παρά τις διαμαρτυρίες του Μπαγκρατιόν και του Μπάρκλεϋ ντε Τόλλυ που δεν είχαν συμφωνήσει με αυτήν εξαρχής. Τόσο δε ο Καρλ φον Κλάουζεβιτς όσο και ο τσάρος Αλέξανδρος Α΄ σημείωσαν την άσχημη τοποθέτηση των ρωσικών στρατευμάτων που αποτελούσε τροχοπέδη για την άμυνα. Ο Μπάρκλεϋ ντε Τόλλυ επικοινώνησε με τον Κουτούζοφ για να λάβει περαιτέρω οδηγίες. Σύμφωνα με μια αναφορά (έμπλεη σαρκασμού) του Λούντβιχ φον Βολτσόγκεν, Πρώσου συνταγματάρχη του Ρωσικού Αυτοκρατορικού Στρατού (στο επιτελείο του Μπάρκλεϋ ντε Τόλλυ), ο Ρώσος αρχιστράτηγος βρέθηκε από τον αγγελιοφόρο του Μπάρκλεϋ ντε Τόλλυ σε απόσταση μισής ώρας δρόμου από το πεδίο της μάχης, στρατοπεδευμένος με μια ακολουθία νεαρών ευγενών, αναφέροντας μεγαλοφώνως ότι θα εκδίωκε τον Ναπολέοντα την επόμενη μέρα.
Παρά τη φαινομενική αλαζονεία του, ο Κουτούζοφ ήξερε από μηνύματα ότι ο στρατός του είχε χτυπηθεί πολύ άσχημα για να συνεχίσει τη μάχη την επόμενη μέρα. Γνώριζε ακριβώς τι έκανε. Αντιμετωπίζοντας τους Γάλλους σε μάχη εκ παρατάξεως, μπορούσε τώρα να υποχωρήσει με τον Ρωσικό Στρατό ακόμη σχετικώς ανέπαφο, να οργανώσει την ανάκαμψη και αναδιοργάνωσή του, και να αναγκάσει τις εξασθενημένες γαλλικές δυνάμεις να κινηθούν ακόμη μακρύτερα από τις βάσεις ανεφοδιασμού τους. Η όλη κατάσταση αποτέλεσε παράδειγμα της σημασίας της υλικής υποστήριξης για έναν στρατό που βρισκόταν μακριά από τις βάσεις των εφοδίων του. Στις 8 Σεπτεμβρίου, ο Ρωσικός Στρατός κινήθηκε μακριά από το πεδίο της μάχης σε δίδυμες φάλαγγες προς το Σεμολίνο, επιτρέποντας στον Ναπολέοντα να προχωρήσει και να καταλάβει την ανυπεράσπιστη και έρημη πλέον Μόσχα, όπου περίμενε για το κρίσιμο, όπως αποδείχθηκε αργότερα, διάστημα 5 εβδομάδων την παράδοση των Ρώσων, η οποία όμως δεν ήρθε ποτέ.
Απώλειες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Με τις δύο πλευρές ισοδύναμες και τον Ναπολέοντα να αρκείται στην αποστολή των στρατευμάτων του απευθείας μπροστά στις εχθρικές οχυρωμένες προπαρασκευασμένες θέσεις, η μάχη κατέληξε σε αιματηρή, δαπανηρή και εξουθενωτική αδιέξοδη κατάσταση.
Οι απώλειες της μάχης ήταν φοβερές: ο ανθός της γαλλικής και ρωσικής νεολαίας χάθηκε στη μάχη αυτή. Σύμφωνα με τον Γάλλο επιθεωρητή του Γενικού Επιτελείου, Ντενί, η Μεγάλη Στρατιά έχασε περίπου 28.000 στρατιώτες, εκ των οποίων 6.562 (μεταξύ αυτών 269 αξιωματικοί) αναφέρθηκαν ως νεκροί και 21.450 ως τραυματίες. Σύμφωνα όμως με τον Γάλλο ιστορικό Αριστίντ Μαρτινιέν, τουλάχιστον 460 Γάλλοι αξιωματικοί (γνωστοί ονομαστικά) σκοτώθηκαν στη μάχη. Συνολικά, η Μεγάλη Στρατιά είχε 1.928 αξιωματικούς νεκρούς και τραυματίες, με 49 στρατηγούς μεταξύ αυτών. Η λίστα των σκοτωμένων περιελάμβανε τους υποστράτηγους Ωγκύστ Ζαν-Γκαμπριέλ ντε Κωλαινκούρ, Λουί-Πιερ ντε Μονμπρύν, Ζαν-Βικτόρ Ταρρώ και τους ταξίαρχους Κλωντ-Αντουάν Κομπέρ, Φρανσουά-Ωγκύστ Νταμά, Λεονάρ Ζαν Ωμπρύ Υάρ ντε Σαιντ-Ωμπέν, Ζαν-Πιερ Λαναμπέρ, Σαρλ-Στανισλάς Μαριόν, Λουί-Ωγκύστ Μαρσάν ντε Πλωζόν και Ζαν-Λουί Ρομέφ.
Η αιμορραγία που υπέστησαν στο Μποροντίνο ισοδυναμούσε με θανατική ποινή για τους Γάλλους, καθώς οι δυνάμεις τους δεν διέθεταν αρκετή τροφή για τους υγιείς άνδρες και ακόμα λιγότερη για τους αρρώστους. Ως συνέπεια, ίσοι αριθμοί τραυματισμένων στρατιωτών με τους σκοτωμένους στη μάχη πέθαναν από ασιτία, από τα τραύματά τους ή χάθηκαν λόγω της γενικότερης αμέλειας και αβλεψίας. Χρησιμοποιώντας την ίδια υπολογιστική μέθοδο για τους δύο αντιπάλους, προκύπτει ότι οι γαλλικές απώλειες αριθμούσαν 34.000-35.000 άνδρες.
Περίπου 52.000 Ρώσοι στρατιώτες αναφέρθηκαν ως νεκροί, τραυματίες ή αγνοούμενοι, μεταξύ αυτών και 1.000 αιχμάλωτοι. Περίπου 8.000 άνδρες αποκόπηκαν από τις μονάδες τους, αυξάνοντας τις συνολικές ρωσικές απώλειες σε 44.000 άνδρες, από τους οποίους επέστρεψε ένας αριθμός τις επόμενες λίγες μέρες, Σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν 22 Ρώσοι στρατηγοί, μεταξύ αυτών ο πρίγκιπας Πιοτρ Μπαγκρατιόν, που πέθανε από τα τραύματά του στις 24 Σεπτεμβρίου. Ο ιστορικός Γκουίν Ντάιερ συνέκρινε τη σφαγή στο Μποροντίνο με «συντριβή ενός γεμάτου με επιβάτες Boeing 747, χωρίς επιζώντες, κάθε πέντε λεπτά επί οκτώ ώρες». Αν συμπτυχθεί σε μία μέρα, ήταν η πιο πολύνεκρη μάχη των Ναπολεόντειων Πολέμων με απώλειες μεταξύ 64.000-65.000 ανδρών. Η αμέσως επόμενη ήταν η μάχη του Βατερλώ, με περίπου 55.000.
Στην ιστορική καταγραφή της μάχης, οι αριθμοί των απωλειών μειώθηκαν σκοπίμως από τους στρατηγούς και πολιτικούς των δύο πλευρών, ώστε να μειωθεί ο αντίκτυπος που θα υπήρχε στην κοινή γνώμη τόσο μετά τη μάχη όσο και εκατό και πλέον χρόνια αργότερα, στη σοβιετική περίοδο και την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, για πολιτικούς λόγους.
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Chandler, David G. (1995). The Campaigns of Napoleon. New York: Simon & Schuster. ISBN 978-0-02-523660-8.
- Chandler, David G. (1999) [First published 1993]. Dictionary of the Napoleonic Wars. Ware, UK: Wordsworth Editions. ISBN 978-1-84022-203-6.
- Chandler, David; Nafziger, George F. (1988). Napoleon's Invasion of Russia. Novato CA: Presidio Press. ISBN 978-0-89141-661-6.
- Duffy, Christopher (1972). Borodino and the War of 1812. London: Cassell & Company. ISBN 978-0-304-35278-4.
- Dyer, Gwynne (1988). War. Crown Pub. ISBN 978-0-517-55615-3.
- Haythornthwaite, Philip (2012). Borodino 1812; Napoleon's great gamble. Osprey Publishing; Campaign Series #246. ISBN 978-1-84908-696-7.
- Hourtoulle, F.G. (2000). Borodino: The Moskova. The Battle for the Redoubts. Paris: Histoire & Collections. ISBN 978-2-908182-96-5.
- Mikaberidze, Alexander (2007). The Battle of Borodino: Napoleon Against Kutuzov. London: Pen & Sword. ISBN 978-1-84884-404-9.
- Markham, David (2005). Napoleon for Dummies. New York: John Wiley & Sons. ISBN 978-0-7645-9798-5.
- Pigeard, Alain (2004). Dictionnaire des batailles de Napoléon. Tallandier, Bibliothèque Napoléonienne. ISBN 2-84734-073-4.
- Razin, Eugene A. (1966). История военного искусства (History of Military Art). Moscow: Воениздат.
- Riehn, Richard K. (2001). 1812: Napoleon's Russian Campaign. New York: John Wiley & Sons. ISBN 978-0-471-54302-2.
- Smith, Digby (1998). The Greenhill Napoleonic Wars Data Book. London: Greenhill Books. ISBN 978-1-85367-276-7.
- Smith, Digby (2003). Charge! Great Cavalry Charges of the Napoleonic Wars. London: Greenhill Books. ISBN 978-1-85367-541-6.
- Sokolov, Oleg (2005). L'armée de Napoléon. Éditions Commios. ISBN 978-2-9518364-1-9.
- Troitsky, Nikolai (2003). Фельдмаршал Кутузов: Мифы и Факты (Field Marshal Kutuzov: Myths and Facts). Moscow: Центрполиграф.